Ειδικές
λέγονται οι
δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που χρησιμεύουν για να ειδικεύσουν
το γενικό και αόριστο νόημα ενός ρήματος ή μιας δεικτικής αντωνυμίας. Οι
ειδικές προτάσεις αποτελούν μια μορφή του πλαγίου λόγου κρίσης.
Εισάγονται: κυρίως με τους ειδικούς
συνδέσμους ὅτι και ὡς.
Ο σύνδεσμος ὅτι
χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της ειδικής πρότασης είναι αντικειμενικό,
πραγματικό.
·
Οἱ Ἀσσύριοι ἴσασιν
ὅτι ἱππικόν στράτευμα ἐν νυκτὶ ταραχῶδές ἐστι καὶ δύσχρηστον.
(= Οι Ασσύριοι γνωρίζουν ότι το ιππικό κατά τη
διάρκεια της νύκτας είναι ταραχώδες και δύσχρηστο.)
Ο σύνδεσμος ὡς
χρησιμοποιείται όταν το περιεχόμενο της ειδικής πρότασης είναι υποκειμενικό ή
ψευδές.
·
Πειρῶνται πείθειν ὑμᾶς
ὡς δυνατός εἰμι.
(= Προσπαθούν να σας πείσουν ότι τάχα είμαι ικανός.)
Κατά το
περιεχόμενό τους
είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται
άρνηση οὐ
Εξαρτώνται
από ρήματα:
λεκτικά: φημί, λέγω, ἀναγγέλλω, ἀπαγγέλλω, ἀποκρίνομαι,
διδάσκω, βοῶ, διηγοῦμαι,
κηρύττω, δηλῶ,
γνωστικά: γιγνώσκω, οἶδα,
ἀναμιμνήσκομαι, μανθάνω, ἐπίσταμαι, λογίζομαι, ἐνθυμοῦμαι,
αισθητικά: αἰσθάνομαι,
ὁρῶ, ἀκούω,
δεικτικά: δείκνυμι, ἀποδείκνυμι,
ἐπιδείκνυμι
Χρησιμοποιούνται
ως υποκείμενο
των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων, αντικείμενο, επεξήγηση αντωνυμίας.
·
Οὐ γὰρ ἠγγέλθη
αὐτοῖς ὅτι τεθνηκότες εἶεν. > υποκείμενο
(= Γιατί δεν ανακοινώθηκε σ' αυτούς ότι είχαν φονευτεί.)
·
Οὗτοι ἔλεγον ὅτι Κῦρος τέθνηκεν. > αντικείμενο
(= Αυτοί έλεγαν ότι ο Κύρος έχει πεθάνει.)
·
Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ
νομίζεις θεούς.
> επεξήγηση στην αντωνυμία ταῦτα
(= Αυτά ισχυρίζομαι, ότι δηλαδή δεν παραδέχεσαι εντελώς
τους θεούς.
Εκφέρονται
με:
οριστική, όταν δηλώνουν κάτι πραγματικό:
·
Λέγει
Πτολεμαῖος ὅτι Περδίκας πρῶτος
ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων τὴν
προφυλακήν.
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν
το δυνατό στο παρελθόν ή κάτι μη πραγματικό:
·
Δῆλον ἦν ὅτι ῥᾳδίως ἂν ἐδύναντο πολεμεῖν αὐτοῖς.
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν
το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον:
·
Οἶδα ὅτι πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε.
ευκτική του πλαγίου λόγου,
όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού
χρόνου και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη:
·
Ἔλεγον ὅτι βασιλεὺς
σφίσι φίλος ἔσοιτο.
Σημείωση: Οι εκφράσεις οἶδα ὅτι,
εὖ οἶδα ὅτι
απέκτησαν σταδιακά επιρρηματική σημασία· το οἶδα
ὅτι = είμαι βέβαιος, το εὖ οἶδα
ὅτι = είμαι εντελώς βέβαιος. Παρομοίως και
το δῆλον ὅτι
(χωρίς το ρήμα ἐστί) απέκτησε τη σημασία του βεβαίως.
|
Ενδοιαστικές
λέγονται οι
δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ενδοιασμό ή φόβο ή ανησυχία
μήπως συμβεί κάτι κακό ή μήπως δεν πραγματοποιηθεί κάτι επιθυμητό.
Εισάγονται: με τους ενδοιαστικούς
συνδέσμους μή, μὴ οὐ.
Ο σύνδεσμος μὴ ή ὅπως μὴ χρησιμοποιείται όταν η πρόταση
δηλώνει φόβο μήπως γίνει κάτι το φοβερό ή το ανεπιθύμητο.
·
Ἐφοβήθησαν μὴ καὶ ἐπὶ σφᾶς ὁ στρατός χωρήσῃ.
(= Φοβήθηκαν μήπως και βαδίσει εναντίον τους ο στρατός.)
Ο σύνδεσμος μὴ οὐ
χρησιμοποιείται όταν το υποκείμενο της κύριας πρότασης φοβάται μήπως δε γίνει
κάτι που εύχεται και προσδοκά, κάτι επιθυμητό.
·
Φοβοῦμαι μὴ οὐ δυνηθῶ διὰ τὴν ἀπειρίαν δηλῶσαι.
(= Φοβάμαι μήπως δεν μπορέσω εξαιτίας της απειρίας μου να
φανερώσω.)
Κατά το
περιεχόμενό τους
είναι κυρίως προτάσεις επιθυμίας.
Δέχονται
άρνηση οὐ
Εξαρτώνται
από ρήματα που
φανερώνουν
φόβο, δισταγμό, ανησυχία,
επιφύλαξη: φοβοῦμαι, δέδοικα ή δέδια, ὀκνῶ, ὁρῶ,
προσέχω, ὑποπτεύω ή
από παρόμοιες απρόσωπες εκφράσεις:
δεινόν ἐστι, δέος ἐστί,
κίνδυνός ἐστι, φόβος ἐστί,
φοβερόν ἐστι, ὑποψία
ἐστίν, τρόμος ἔχει
με...
Χρησιμοποιούνται
ως: υποκείμενο,
αντικείμενο, επεξήγηση.
(= Φοβόμαστε μήπως δεν είστε
σταθεροί.)
(= Υπάρχει κίνδυνος μήπως
αλλάξουν διαθέσεις και ταχθούν με το μέρος των εχθρών.)
(= Αυτό είναι άγνωστο στον
καθένα, μήπως δηλ. η ψυχή αφού εξαντλήσει πολλά σώματα στο τέλος και αυτή η
ίδια χάνεται.)
Εκφέρονται
με:
υποτακτική, όταν το ρήμα της πρότασης από
την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε αρκτικό χρόνο και δηλώνουν φόβο για κάτι
που αναφέρεται στο μέλλον:
ευκτική του πλαγίου λόγου,
όταν το ρήμα της πρότασης από την οποία εξαρτώνται βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο
και δηλώνουν φόβο ο οποίος αναφέρεται στο παρελθόν:
Σπανιότερα εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν φόβο πραγματικό
στο παρόν, στο μέλλον ή στο παρελθόν
·
Δέδοικα
μὴ ἄλλου τινὸς ἤ τοῦ
ἀγαθοῦ
μεθέξω
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν
φόβο πιθανό στο παρόν ή στο μέλλον
·
Φοβοῦνται μὴ
ματαία ἂν γένοιτο αὕτη ἡ κατασκευή, εἰ
πόλεμος ἐγερθείη.
|
Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή
πλάγιες ερωτήσεις λέγονται
οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ερώτηση όχι σε ευθύ αλλά
σε πλάγιο λόγο.
·
Ευθεία
ερώτηση: Ἦλθον οἱ πρέσβεις;
·
Πλάγια
ερώτηση: Ἐρωτᾷ
εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις.
Σύγκριση με
τα ν.ε.
·
Ευθεία
ερώτηση: Με αγαπάς;
·
Πλάγια
ερώτηση: Με ρώτησε αν με αγαπάει.
Προσοχή: Οι πλάγιες ερωτηματικές
προτάσεις δεν παίρνουν ερωτηματικό.
Διακρίνονται
σε:
α) πλάγιες ερωτηματικές ολικής
άγνοιας, δηλαδή αυτές που δέχονται ως απάντηση ναι ή όχι, π.χ.
·
Ἐρωτᾷ
εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την
πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Ἦλθον οἱ πρέσβεις; Η απάντηση θα είναι: ναι ή όχι.
Σύγκριση με
τα ν.ε.
·
Με
ρώτησε αν με αγαπάει.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την
πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Με αγαπάς; Η απάντηση θα είναι: ναι ή όχι
Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας
διακρίνονται σε μονομερείς (μονομελείς), δηλαδή όταν έχουν ένα μέρος
(μέλος), άρα ζητείται η απάντηση σε ένα ερώτημα ή διμερείς (διμελείς),
δηλαδή όταν έχουν δύο μέρη (μέλη), άρα ζητείται η απάντηση ανάμεσα σε δύο
ερωτήματα.
·
Ἠρώτων αὐτὸν εἰ ἀναπλεύσειεν ἔχων
ἀργύριον. > Μονομερής
·
Ἐβουλεύοντο οἱ Πλαταιεῖς εἴτε κατακαύσωσιν αὐτοὺς εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται. > Διμερής
β) σε πλάγιες ερωτηματικές μερικής
άγνοιας, δηλαδή αυτές που δέχονται κάθε άλλη απάντηση εκτός από ναι ή όχι,
π.χ.
·
Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την
πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Τὶς ἔστιν ὁ διδάσκαλος; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ναι ή όχι.
Σύγκριση με τα ν.ε.
·
Με
ρώτησε τι φαγητό θα φάμε σήμερα.
Για να βρούμε την απάντηση πιο εύκολα μετατρέπουμε την
πλάγια ερώτηση σε ευθεία: Τι φαγητό θα φάμε σήμερα; Η απάντηση δεν
μπορεί να είναι ναι ή όχι.
Εισάγονται:
Οι πλάγιες ερωτηματικές ολικής
άγνοιας
όταν είναι μονομερείς με το: εἰ
όταν είναι διμερείς με τα: εἰ - ἤ, εἴτε - εἴτε, πότερον - ἤ, πότερα - ἤ
Οι πλάγιες ερωτηματικές μερικής
άγνοιας
με τις ερωτηματικές αντωνυμίες: τίς,
πότερος, πόσος, ποῖος, πηλίκος, ποδαπὸς
με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅς, ὅστις, ὁπότερος, ὅσος, ὁπόσος, οἷος, ὁποῖος, ἡλίκος, ὁπηλίκος, ὁποδαπός.
με τα ερωτηματικά επιρρήματα: ποῦ, ποῖ, πόθεν, πῇ, πῶς
με τα αναφορικά επιρρήματα: οὗ, ὅπου, οἷ, ὅποι, ὁπόθεν, ᾗ, ὅπῃ, ὡς, ὅπως
Κατά το
περιεχόμενό τους
είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ ή μή.
Εξαρτώνται από
ρήματα που
σημαίνουν
ερώτηση, απορία ἐρωτῶ, ἀπορῶ,
πυνθάνομαι, θαυμάζω κ.ά.
γνώση, άγνοια γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ,
αἰσθάνομαι, ἀγνοῶ κ.ά.
απόπειρα, φροντίδα πειρῶμαι, παρασκευάζομαι, πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.ά.
σκέψη, προσοχή σκοπῶ, σκοποῦμαι, ἐξετάζω,
βουλεύομαι κ.ά.
δείξη, ανακοίνωση δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι κ.ά.
μετά από λέξεις ή φράσεις
παρόμοιας σημασίας ἄδηλόν ἐστι,
ἀφανές ἐστι,
ἄπορόν ἐστι,
ἀπόρως ἔχει,
φανερόν ἐστι, θαυμαστόν ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.ά.
Χρησιμοποιούνται
ως: υποκείμενο,
αντικείμενο, επεξήγηση.
·
Ὅθεν καὶ
ἀπορεῖται
πότερόν ἐστι τὸ ἀγαθὸν μαθητὸν ἤ ἐθιστόν. > υποκείμενο
(= Υπάρχει λοιπόν η απόρία ποιο από τα δύο είναι το αγαθό
ευκολομάθητο ή ευκολοσυνήθιστο.)
·
Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος.
(= Θα ρωτήσω ποιος είναι ο δάσκαλος.) > αντικείμενο
·
Τοῦτο σκεψώμεθα, εἰ ἀληθῆ λέγεις.
> επεξήγηση
(Αυτό θα εξετάσουμε, αν λες την αλήθεια.)
Εκφέρονται με: οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική
ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου.
|
Αναφορικές
ονοματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που αναφέρονται σε όρο άλλης
πρότασης ο οποίος είτε υπάρχει είτε εννοείται. Χρησιμοποιούνται στο λόγο ως
ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, γι' αυτό και λέγονται ουσιαστικές, όταν
αντικαθιστούν ουσιαστικά ή επιθετικές, όταν αντικαθιστούν επίθετα.
Εισάγονται: με αναφορικές αντωνυμίες:
ὅς, ἥ, ὅ (ο οποίος, που)
ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (ο οποίος ακριβώς)
ὅστις, ἥτις, ὅτι (όποιος, ο οποίος)
ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (όποιος από τους δύο)
ὅσος, ὅση, ὅσον (όσος)
οἷος, οἷα, οἷον (τέτοιος που)
ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον (όποιας λογής)
ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (όσο μεγάλος)
ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (όσο μεγάλος)
ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (από τον τόπο που)
·
Οὐκοῦν ᾤχετο
μὲν παρὰ
τὸν νόμον,
ὃς θάνατον κελεύει
τούτων τὴν ζημίαν εἶναι.
(= Λοιπόν αναχώρησε παρά το νόμο, ο οποίος ορίζει ως ποινή
για την πράξη αυτή το θάνατο.)
·
Οἱ δ’ ἐξ ἀρχῆς ἔταξαν (μουσικήν) ἐν παιδείᾳ διὰ
τὸ τὴν φύσιν αὐτὴν
ζητεῖν, ὅπερ πολλάκις
εἴρηται...
(= Οι δε παλαιοί είχον τάξει (τη μουσική) ως στοιχείο
παιδείας, καθόσον αυτή η φύσις απαιτεί, το οποίο ακριβώς λέχθηκε πολλές
φορές...
·
Οὐδεὶς οὕτως
ἠλίθιός ἐστιν ὅστις οὐχὶ κἂν δοίη καὶ πρῶτος εἰσενέγκαι·
(= Κανείς δε θα ήταν τόσον ηλίθιος, ώστε να μη θέλει να
δώσει και να συνεισφέρει πρώτος·)
·
Ἀλλὰ
μὴν οὐδ’
ἐκεῖνό γε λανθάνει αὐτόν, ὅτι δι’ ἀμφοτέρων τῶν ὀνομάτων, ὁποτέρῳ ἂν χρῆσθε, ὑμεῖς ἕξετε τὴν
νῆσον.
(= Και επίσης δεν του διαφεύγει ότι οποιαδήποτε από τις δύο
λέξεις και αν μεταχειριστείτε, είτε με τη μία είτε με την άλλη, σεις θα έχετε
το νησί.)
·
Ὁ δ’ ἕτερος
(νόμος) ἐκώλυε
κοινωνεῖν τῆς
παρούσης πολιτείας
ὅσοι τυγχάνουσιν τὸ ἐν Ἠετιωνείᾳ τεῖχος κατασκάψαντες...
(= ο δεύτερος (νόμος) αφαίρεσε τα πολιτικά δικαιώματα σε
όσους είχαν καταστρέψει το τείχος της Ηετιωνίας...)
·
Ὥς ἄρ’
οὔπω Φίλιππός ἐστιν οἷοί ποτ’ ἦσαν Λακεδαιμόνιοι...
(= Ὀτι ο Φίλιππος δεν είναι τέτοιοι
που ήταν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι... > πως δεν έχει ακόμα ο Φίλιππος τη
δύναμη που είχαν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι...)
·
Ἐκείνους
τ’ οὐκ εἰδότες ὁποῖοί τινες ἄνδρες ἔσονται γενόμενοι·
(= Αν και δεν γνώριζαν ποιας λογής άνδρες θα γίνουν αυτοί
στο μέλλον·)
Σημείωση: Η αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ,
ὅ, όταν βρίσκεται στην αρχή
περιόδου ή ημιπεριόδου και δεν ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση, έχει δεικτική
σημασία και εισάγει κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή
μεταφράζεται ως δεικτική (αυτός κ.ά.) και με κάποιο παρατακτικό
σύνδεσμο (και, αλλά κ.ά.)
·
Ἐνίκων οἱ
ἡμέτεροι πρόγονοι καὶ
κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. Ὧν ἔστι τεκμήρια ὁρᾶν τὰ τρόπαια.
Νικούσαν οι πρόγονοί μας στη γη και στη θάλασσα. Και
αυτών αποδείξεις μπορεί να δει κανείς τα τρόπαια.
Κατά το
περιεχόμενό τους
είναι προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ ή μή.
Χρησιμοποιούνται
ως υποκείμενο,
αντικείμενο, κατηγορούμενο, παράθεση ή επεξήγηση, επιθετικός ή
κατηγορηματικός προσδιορισμός, ετερόπτωτος προσδιορισμός.
·
Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω
ἑαυτόν... > υποκείμενο στο ἀπαρνησάσθω
(= Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό
του...)
·
Καὶ φράζουσιν ἅ λέγει. > αντικείμενο του φράζουσιν
(= Και ανακοινώνουν αυτά που λέει.)
·
Οὗτός ἐστιν ὅς ἀπέκτεινεν τοὺς στρατηγούς. > κατηγορούμενο στο οὗτος
(= Αυτός είναι που σκότωσε τους στρατηγούς.)
·
Ἠν τις Φιλλίδας, ὅς ἐγραμμάτευε τοῖς πολεμάρχοις. > παράθεση του
Φιλλίδας
(= Ήταν κάποιος Φιλλίδας, ο οποίος ήταν γραμματέας των
πολεμάρχων.)
·
Οἶμαι ἂν ἡμᾶς παθεῖν τοιαῦτα,
οἷα τοὺς ἐχθροὺς οἱ θεοὶ ποιήσειαν.
> επεξήγηση του τοιαῦτα
(= Νομίζω ότι θα πάθουμε αυτά, τέτοια που οι θεοί έκαναν
στους εχθρούς.)
·
Τόδ'
ἐστί τὸ
στρατόπεδον ὅ κατεκαύθη ὑπὸ τῶν Συρακοσίων. > επιθετικός πρ. στο
στρατόπεδο.
(= Αυτό είναι το στρατόπεδο που κατακάηκε από τους
Συρακοσίους.)
·
Οὐ πάνυ γε ῥᾴδιόν ἐστιν
εὑρεῖν ἔργον, ἐφ' ᾧ οὐκ ἂν τις αἰτίαν ἔχοι. > κατηγορηματικός πρ. στο ἔργον
(= Δεν είναι εύκολο να βρεις έργο που να μην μπορεί να το
κατηγορήσει κανείς.)
·
Τισσαφέρνης
σατράπης κατεπέμφη ὧν αὐτὸς πρόσθεν ἦρχε > ετερόπτωτος πρ., γεν.
αντικειμενική στο σατράπης.
(= Ο Τισσαφέρνης στάλθηκε σατράπης των πόλεων στις οποίες
προηγουμένως αυτός ήταν ο κυβερνήτης.)
Εκφέρονται:
α) όταν είναι προτάσεις κρίσης με
οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου
λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου,
β) όταν είναι προτάσεις επιθυμίας με
υποτακτική, ευχετική ευκτική, προστακτική· με ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν
εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού
χρόνου.
|
Πολλές αναφορικές ονοματικές προτάσεις
έχουν και επιρρηματική έννοια, φανερώνοντας:
αιτία > αναφορικές
αιτιολογικές
σκοπό > αναφορικές τελικές
αποτέλεσμα > αναφορικές
αποτελεσματικές
υπόθεση > αναφορικές υποθετικές
|
αναφορικές ονοματικές αιτιολογικές
Αναφορικές ονοματικές αιτιολογικές
ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν αιτία.
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί
της αιτίας.
Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού
πάθους.
Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές
αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος.
Εκφέρονται με τις αντίστοιχες εγκλίσεις
των αιτιολογικών προτάσεων, δηλαδή με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης
(οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική, και με ευκτική του πλάγιου
λόγου, όταν εξαρτώνται από ρήμα παρελθοντικού χρόνου).
Δέχονται άρνηση οὐ
και σπάνια μή.
Ισοδυναμούν με αιτιολογικές προτάσεις ή
αιτιολογικές μετοχές.
Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία
αποδίδεται με δεικτική ή προσωπική αντωνυμία ή με αιτιολογικό σύνδεσμο.
·
Θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς ἡμῖν οὐδὲν δίδως.
Αντίστοιχη αιτιολογική > ὅτι ἡμῖν οὐδὲν δίδως.
Αντίστοιχη αιτιολογική μτχ. > οὐδὲν ἡμῖν
διδούς.
(= Παράξενο πράγμα κάνεις, γιατί συ δε δίνεις τίποτα
σε μας.)
·
Ὁ μὲν
κατῴκτιρε τὴν
γυναῖκα, οἵου
ἀνδρὸς στέροιτο.
Αντίστοιχη αιτιολογική > ὅτι τοιούτου ἀνδρὸς στέροιτο.
Αντίστοιχη αιτιολογική μτχ. > στερομένην τοιούτου
ἀνδρός.
(= Αυτός αισθανόταν πολύ οίκτο για τη γυναίκα, γιατί
αυτή στερούνταν τέτοιον άνδρα.)
|
αναφορικές ονοματικές τελικές
Αναφορικές ονοματικές τελικές
ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν σκοπό.
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί
του σκοπού.
Εξαρτώνται από ρήματα κίνησης ή σκόπιμης
ενέργειας.
Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές
αντωνυίες ὅς, ὅστις.
Εκφέρονται πάντα με οριστική μέλλοντα.
Δέχονται άρνηση μή.
Ισοδυναμούν με τελικές προτάσεις, με
τελικές μετοχές ή τελικό απαρέμφατο.
·
Δώσω
ὑμῖν ἡγεμόνα, ὅς ὑμᾶς διὰ τῶν ὀρέων ἄξει.
Αντίστοιχη τελική > ἵνα ἀγάγῃ ὑμᾶς διὰ τῶν ὁρέων.
Αντίστοιχη τελική μτχ. > ἅξοντα
ὑμᾶς
Αντίστοιχο τελικό απρμφ. > ἀγαγεῖν ὑμᾶς
(= Θα σας δώσω οδηγό, για να σας οδηγήσει αυτός μέσα
από τα βουνά.)
Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία
αποδίδεται με δεικτική αντωνυμία και τελικό σύνδεσμο.
|
αναφορικές ονοματικές αποτελεσματικές
Αναφορικές ονοματικές αποτελεσματικές
ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν αποτέλεσμα.
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί
του αποτελέσματος.
Εισάγονται κυρίως με τις αναφορικές
αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος.
Εκφέρονται όπως και οι αντίστοιχες
αποτελεσματικές προτάσεις, δηλαδή με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης
(οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική), όταν φανερώνουν αποτέλεσμα
που είναι ή θεωρείται πραγματικό και με απαρέμφατο, όταν φανερώνουν
αποτέλεσμα ενδεχόμενο ή δυνατό.
Συνήθως στην πρόταση από την οποία εξαρτάται η
αναφορική συμπερασματική υπάρχει μια δεικτική λέξη: οὕτω(ς),
τοιοῦτος, τοσοῦτος,
τηλικοῦτος κ.ά.
Δέχονται άρνηση οὐ, όταν εκφέρονται με τις εγκλίσεις των
προτάσεων κρίσης, και με μή, όταν εκφέρονται με απαρέμφατο.
Ισοδυναμούν με αποτελεσματικές προτάσεις.
Στη μετάφραση η αναφορική αντωνυμία
αποδίδεται με δεικτική αντωνυμία και το σύνδεσμο ώστε.
·
Τίς
οὕτως εὐήθης ἐστίν ὑμῶν
ὅστις ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα;
Αντίστοιχη αποτελεσματική > ὥστε ἀγνοεῖ...
(= Ποιος από σας είναι τόσο ανόητος, ώστε αυτός
αγνοεί ότι ο πόλεμος από εκεί θα έρθει εδώ;)
|
αναφορικές ονοματικές υποθετικές
Αναφορικές ονοματικές υποθετικές
ονομάζονται οι αναφορικές προτάσεις που φανερώνουν υπόθεση.
Ισοδυναμούν με υποθετικές προτάσεις ή
υποθετικές μετοχές.
Διακρίνουμε και τα έξι είδη των υποθετικών
λόγων:
α) το πραγματικό
·
Ἅ μὴ οἶδα,
οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ
τινα μὴ οἶδα, οὐδὲ...
(= Όσα δεν ξέρω ούτε φαντάζομαι ότι τα ξέρω)
β) το αντίθετο
του πραγματικού
·
Οὐκ ἂν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, ἅ μὴ ἠπιστάμεθα
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ
τινα μὴ ἠπιστάμεθα...
(= Δε θα επιχειρούσαμε να κάνουμε όσα δε γνωρίζουμε καλά.)
γ) το
προσδοκώμενο
·
Ὅ,τι ἂν συμβῇ, τλήσομαι.
Αντίστοιχη υποθετική > ἂν
τι συμβῇ
(= Ό,τι συμβεί, θα το υποστώ)
δ) η αόριστη
επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
·
Οἱ ἄνθρωποι τούτοις μάλιστα ἐθέλουσιν πείθεσθαι, οὕς ἂν ἡγῶνται
βελτίστους εἶναι.
Αντίστοιχη υποθετική > ἂν τινας ἡγῶνται
βελτίστους εἶναι
(= Οι άνθρωποι δέχονται να υπακούουν κυρίως σ' αυτούς που
νομίζουν ότι είναι οι καλύτεροι.)
ε) η απλή
σκέψη
·
Ἐγὼ
ὀκνοίην ἂν
εἰς τὰ
πλοῖα ἐμβαίνει, ἅ ἡμῖν Κῦρος δοίη.
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινα ἡμῖν Κῦρος δοίη.
(= Θα δίσταζα να μπω στα πλοία που θα μας έδινε ο Κύρος.)
στ) η
επανάληψη στο παρελθόν
·
Ὧ,τινι ἐντυγχάνοιεν, πάντας ἔκτεινον.
Αντίστοιχη υποθετική > εἴ τινι ἐντυγχάνοιεν...
(= Όποιο συναντούσαν, τον σκότωναν)
Εκφέρονται ανάλογα με το είδος του
υποθετικού λόγου:
α) με οριστική όταν εκφράζουν το πραγματικό ή το αντίθετο του
πραγματικού
β) με υποτακτική και το αοριστολογικό ἂν όταν εκφράζουν το προσδοκώμενο
ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον
γ) με ευκτική, όταν εκφράζουν την απλή σκέψη ή την αόριστη επανάληψη
στο παρελθόν.
Δέχονται άρνηση μὴ
|
Αναφορικές
συγκριτικές ή παραβολικές ή παρομοιαστικές λέγονται οι προτάσεις με τις οποίες
γίνεται σύγκριση, παραβολή ή παρομοίωση.
Εκφράζουν: τρόπο, ποιότητα, ποσότητα
Εισάγονται:
όταν εκφράζουν τρόπο με
τα αναφορικά επιρρήματα: ὡς, ὥσπερ,
ὅπως, καθάπερ, ᾗπερ, ᾗ,
οἷον, οἷα
όταν εκφράζουν ποιότητα
με τις αναφορικές αντωνυμίες: οἷος,
ὁποῖος
όταν εκφράζουν ποσότητα
με τις αναφορικές αντωνυμίες: ὅσος, ὁπόσος,
ἡλίκος, ὁπηλίκος
και τα αναφορικά επιρρήματα: ὅσον, ὅσῳ
·
τρόπο
Ὅπως γιγνώσκετε, οὕτω
καὶ ποιεῖτε.
(= Όπως ξέρετε έτσι και κάνετε.)
·
ποιότητα
Ὁποῖα ἄττα γὰρ ἂν τὰ ἐπιτηδεύματα τῶν ἀνθρώπων ᾖ,
τοιοῦτον ἀνάγκη
καὶ τὸ φρόνημα ἔχειν.
(= Όποιες τυχόν είναι οι ασχολίες των
ανθρώπων, τέτοιο πρέπει να έχουν και τον τρόπο της σκέψης.)
·
ποσότητα
Αἴτιον ἦν οὐχ
ἡ ὀλιγανθρωπία
τοσοῦτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία [αἴτιον
ἦν].
(= Αίτιο δεν ήταν τόσο η έλλειψη
ανθρώπων, όσο η έλλειψη χρημάτων.)
Εκφέρονται με οριστική ενεστώτα, όταν
εκφράζουν πραγματικό γεγονός, και με δυνητική οριστική, υποτακτική ή ευκτική,
όταν γίνεται σύγκριση υποτιθέμενων καταστάσεων.
Χρησιμοποιούνται
ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί
σύγκρισης - παρομοίωσης.
|
Δ. έλξη του αναφορικού
Η πτώση της αναφορικής αντωνυμίας
εξαρτάται από τη σύνταξη της πρότασης στην οποία ανήκει.
·
Ἔστι δίκης ὁφθαλμός,
ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾷ. > ονοματική ως
υποκείμενο του ὁρᾷ
·
Εἰς καλὸν ὑμῖν Ἄνυτος ὅδε
παρεκαθέζετο, ᾧ μεταδῶμεν
τῆς συζητήσεως. > δοτική ως
αντικείμενο του μεταδῶμεν
·
Ἐποιοῦντο
διαβάσεις ἐκ τῶν
φοινίκων, οὕς ηὕρισκον ἐκπεπτωκότας. > αιτιατική ως αντικείμενο στο ηὕρισκον
1) έλξη του αναφορικού
Πολύ συχνά η αναφορική αντωνυμία δε
βρίσκεται σε πτώση αιτιατική, όπως απαιτεί η σύνταξη του ρήματος της
αναφορικής πρότασης, αλλά σε γενική ή δοτική, επειδή έλκεται
από τη γενική ή δοτική της λέξης την οποία προσδιορίζει. Το φαινόμενο αυτό
ονομάζεται έλξη του αναφορικού
·
Κανονική
σύνταξη:
Ὁ ἐμὸς πάππος κάλλιστος ἦν Μήδων ὅσους ἑόρακα.
> ὁρῶ + αιτιατική
·
Έλξη
του αναφορικού:
Ὁ ἐμὸς πάππος κάλλιστος ἦν Μήδων ὅσων ἑόρακα.
> αιτιατική σε γενική
·
Κανονική
σύνταξη:
Σὺν τοῖς
θησαυροῖς οὕς
ὁ πατὴρ
κατέλιπεν... > καταλείπω + αιτιατική
·
Έλξη
του αναφορικού:
Σὺν τοῖς
θησαυροῖς οἷς
ὁ πατὴρ
κατέλιπεν... > αιτιατική > δοτική
Αν η αναφορική αντωνυμία
αναφέρεται σε κάποια δεικτική αντωνυμία, τότε η δεικτική αντωνυμία
κανονικά παραλείπεται.
·
Κανονική
σύνταξη:
Τῆς φυγῆς
ταύτης, ἥν αὐτοὶ ἔφυγον.
·
Έλξη
του αναφορικού παράλειψη της δεικτικής αντωνυμίας:
Τῆς φυγῆς
ἧς αὐτοὶ ἔφυγον.
~~~~~~~~~~~~~~
2) Αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη του αναφορικού
έχουμε όταν έλκεται ο προσδιοριζόμενος όρος από την πτώση της
αναφορικής αντωνυμίας.
·
Κανονική
σύνταξη:
Ἡ οὐσία ἥν κατέλιπε τῷ
υἱεῖ οὐ πλείονος ἀξία ἐστὶν ἤ τεττάρων καὶ δέκα ταλάντων
·
Αντίστροφη
έλξη ή ανθέλξη
του αναφορικού:
Τὴν οὐσίαν
ἥν κατέλιπε τῷ
υἱεῖ οὐ πλείονος ἀξία ἐστὶν ἤ τεττάρων καὶ δέκα ταλάντων
Συχνά στην αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη,
όταν η αναφορική αντωνυμία αναφέρεται σ' ένα ουσιαστικό, τότε
το ουσιαστικό μπαίνει στο τέλος της αναφορικής πρότασης χωρίς άρθρο.
·
Κανονική
σύνταξη:
Μεγάλη τε ἦν ἡ
κώμη, εἰς ἥν
ἀφίκοντο
·
Αντίστροφη
έλξη ή ανθέλξη
του αναφορικού:
Μεγάλη τε ἦν, εἰς
ἥν ἀφίκοντο
κώμην.
·
Κανονική
σύνταξη:
Τούτους καὶ ἄρχοντας
ἐποίει τῆς
χώρας ἥν κατεστρέφετο.
·
Αντίστροφη
έλξη ή ανθέλξη
του αναφορικού:
Τούτους καὶ ἄρχοντας
ἐποίει ἧς
κατεστρέφετο χώρας.
|