Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ


Ορισμός
Το απαρέμφατο είναι άκλιτος ονοματικός τύπος του ρήματος.
Ως ρηματικός τύπος ακολουθεί την ίδια σύνταξη με το αντίστοιχο ρήμα από το οποίο προέρχεται, έχει χρόνους και διαθέσεις και δέχεται επιρρηματικούς προσδιορισμούς, ενώ ως ονοματικός τύπος μπορεί να εκφέρεται με το ουδέτερο άρθρο κάθε πτώσης.

ΕΙΔΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ

Το απαρέμφατο ως προς τη μετάφρασή του διακρίνεται σε:
α) ειδικό: μεταφράζεται με το ότι, πως και αντιστοιχεί με δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση και
β) τελικό: μεταφράζεται με το να και αντιστοιχεί με πρόταση επιθυμίας.
Σημείωση:
Το ειδικό απαρέμφατο δέχεται άρνηση ο
ενώ το τελικό δέχεται άρνηση μή.

Επιπλέον το απαρέμφατο διακρίνεται σε:
α) έναρθρο, αν παίρνει άρθρο, οπότε και αντιστοιχεί με όνομα ουσιαστικό, και
β) άναρθρο, αν δεν παίρνει άρθρο.

Το έναρθρο απαρέμφατο

Το έναρθρο απαρέμφατο μπορεί να λειτουργεί ως:
υποκείμενο:
σε ρήματα προσωπικά και συχνά στο συνδετικό ρήμα στί

π.χ. Τ
λακωνίζειν στ φιλοσοφεν.
(= ο λακωνισμός είναι φιλοσοφία)

αντικείμενο:
σε οποιοδήποτε ρήμα ή ρηματικό τύπο στην αντίστοιχη πλάγια πτώση στην οποία τίθεται το αντικείμενό του

π.χ. Τ
λθεν τοτον ομαι.
(= νομίζω ότι αυτός ήρθε)

ονοματικός ομοιόπτωτος προσδιορισμός:
επεξήγηση:
σε οποιοδήποτε όνομα γενικής σημασίας και ειδικότερα στο ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας

π.χ. Το
τό στι τ δικεν, τ πλέον τν λλων ζητεν χειν.
(= αυτό είναι το να αδικείς, το να επιζητείς δηλαδή να έχεις περισσότερα από τους άλλους)

ονοματικός ετερόπτωτος ή επιρρηματικός προσδιορισμός:
σε γενική:
αντικειμενική, αξίας, αιτίας, συγκριτική, διαιρετική, του σκοπού

π.χ.
πιθυμία το πιεν.
(= επιθυμία του ποτού)

σε δοτική:
αντικειμενική, αναφοράς, αιτίας, τρόπου ή μέσου

π.χ.
βασιλέως ρχ τ διεσπάσθαι τς δυνάμεις σθενς [ν].
(= η εξουσία του βασιλιά εξαιτίας της διάσπασης των δυνάμεων εξασθενημένη ήταν)

σε αιτιατική:
της αναφοράς, του αποτελέσματος

π.χ. Τ
δ βί πολιτν δρν φυν μήχανος.
(= είμαι ανήμπορη να δρω αντίθετα με τη βούληση των πολιτών)

επιρρηματικός εμπρόθετος προσδιορισμός:
ακολουθώντας πρόθεση και δηλώνοντας επιρρηματική σχέση.

π.χ.
ντ το πόλις εναι φρούριον κατέστη.
(= αντί να είναι πόλη έγινε φρούριο)

Το άναρθρο απαρέμφατο

Το άναρθρο απαρέμφατο λειτουργεί ως:
υποκείμενο:
σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις

π.χ. Ο
ς κόσμος [στ] καλς τοτο δρν.
(= για τους οποίους είναι τιμή να κάνουν τέτοιες πράξεις επιδέξια)

αντικείμενο:
ειδικό απαρέμφατο ως αντικείμενο παίρνουν τα εξής ρήματα:
  • λεκτικά: λέγω, φημί, μολογ, κούω, ρνομαι, γγυμαι, πυνθάνομαι (= πληροφορούμαι)
  • δοξαστικά: δοκ, γομαι(= θεωρώ), νομίζω, λογίζομαι, οομαι και ομαι (= νομίζω), εκάζω, κρίνω

    π.χ.
    πείλησαν ποκτεναι παντας.
    (= απείλησαν ότι θα τους σκότωναν όλους)
τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο παίρνουν τα εξής ρήματα:
  • βουλητικά, δηλαδή όσα σημαίνουν επιθυμία:
    βούλομαι,
    πιθυμ, εχομαι, ξι, προθυμομαι, δέομαι, φίεμαι (= επιθυμώ),
    ρέγομαι, ζητ, ποθ, κετεύω, κν, ελαβομαι, θέλω και θέλω
  • προτρεπτικά:
    κελεύω, λέγω (= διατάζω), παραιν
    , πείθω (= προσπαθώ να πείσω),
    κηρύττω, συμβουλεύω, προτρέπω
  • απαγορευτικά και τα αντίθετά τους:
    παγορεύω, κωλύω, ἐῶ (= αφήνω, επιτρέπω)
  • όσα σημαίνουν αποφασίζω ή σκέφτομαι να..:
    βουλεύομαι (= σκέπτομαι), γιγνώσκω (= αποφασίζω),
    πιβουλεύω (= σκέφτομαι να βλάψω), ψηφίζομαι (= αποφασίζω), μελετ (= φροντίζω να...)
  • δυνητικά και όσα έχουν παρόμοια σημασία:
    δύναμαι,
    χω (= δύναμαι), μανθάνω, θίζω, οδα (= γνωρίζω ή είμαι ικανός),
    πέφυκα, ποι
    (= γίνομαι αιτία), καθίστημι, διαπράττομαι, κατεργάζομαι,
    κατασκευάζω, πειρ
    μαι, πίσταμαι (= γνωρίζω ή είμαι ικανός)

    π.χ.
    βουλεύοντο κλιπεν τν πόλιν.
    (= ήθελαν να εγκαταλείψουν την πόλη)

κατηγορούμενο:
κυρίως ως κατηγορούμενο σε έναρθρο απαρέμφατο

π.χ. Τ
δ λέγειν δή στιν ερειν.
(= το να μιλάει κανείς είναι το ίδιο με το να βάζει τις λέξεις σε μια σειρά)

ονοματικός ομοιόπτωτος προσδιορισμός:
επεξήγηση:
σε οποιοδήποτε όνομα ή επίρρημα γενικής σημασίας και ειδικότερα στο ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας

π.χ. Ε
ς οωνς ριστος, μύνεσθαι περ πάτρης.
(= ένα είναι το καλύτερο προφητικό σημάδι, το να μάχεται, δηλ. κανείς για την πατρίδα του)

προσδιορισμός της αναφοράς:
συνήθως με τα επίθετα γαθός, κανός, δεινός, ξιος, χαλεπός, δυνατός, πιτήδειος, δύς, τοιμος, χρήσιμος κ.α.

π.χ. Δεινός λέγειν,
κανός ρν.
(= τρομερός στο να μιλά, ικανός στο να κοιτά)

προσδιορισμός του σκοπού ή του αποτελέσματος:
είναι το απαρέμφατο που δηλώνει σκοπό ή αποτέλεσμα και ακολουθεί ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή ενέργεια ώστε να εκφράσει τον σκοπό ή το αποτέλεσμα αντίστοιχα της ενέργειας αυτής. Τέτοια ρήματα είναι τα: βαίνω, κω, φέρω, καταλείπω, αρομαι, δίδωμι, φίστημι, τάττω, πέμπω, ρχομαι, κατεργάζομαι κ.α.

π.χ. Λακεδαιμόνιοι
δοσαν Αγηνήταις Θυρέαν οκεν.
(= οι Λακεδαιμόνιοι έδωσαν στους Αιγινήτες τη Θυρέα για να κατοικούν)

Το απόλυτο απαρέμφατο

Το απόλυτο απαρέμφατο
Είναι το απαρέμφατο το οποίο δεν εξαρτάται από κανέναν όρο της πρότασης στην οποία βρίσκεται και χρησιμοποιείται σε στερεότυπες εκφράσεις, όπως:
  • κών εναι (= εκούσια, οικειοθελώς)
  • λίγου δεν ή μικρο δεν (= λίγο λείπει, σχεδόν)
  • ς πος επεν (= για να μιλήσω έτσι, περίπου)
  • ς ερσθαι (= όπως το λέει ο λόγος)
  • ς μοί δοκε (= όπως νομίζω)
  • πολλο δεν (= απέχει πολύ)
  • κατ τοτο εναι (= ως προς αυτό)
  • ς πλς/συντόμως/συνελόντι επεν (= για να μιλήσω απλά, γενικά)

Άναρθρο απαρέμφατο αντί προστακτικής (σπάνιο)

Άναρθρο απαρέμφατο αντί προστακτικής (σπάνιο)
Δεν εξαρτάται από πουθενά αλλά αντικαθιστά μια προστακτική, άρα στηρίζει μια κύρια πρόταση επιθυμίας.

π.χ.
ξεν', γγέλλειν Λακεδαιμονίοις τι τδε κείμεθα τος κείνων ήμασι πειθόμενοι.
(= διαβάτη , πες στους Λακεδαιμονίους ότι σε αυτήν εδώ τη γη είμαστε θαμμένοι υπακούοντας στους νόμους τους)

ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ

Ταυτοπροσωπία:
λέγεται η σύνταξη του απαρεμφάτου κατά την οποία το υποκείμενο του απαρεμφάτου ταυτίζεται, δηλαδή είναι ίδιο με αυτό του ρήματος από το οποίο εξαρτάται και επομένως τίθεται σε πτώση ονομαστική

π.χ. Ο
Βοιωτο πειλοσιν μβαλεν ες τν ττικήν.
(= οι Βοιωτοί απειλούν ότι θα εισβάλουν στην Αττική)

Ετεροπροσωπία:
λέγεται η σύνταξη του απαρεμφάτου κατά την οποία το υποκείμενο του απαρεμφάτου είναι διαφορετικό από αυτό του ρήματος από το οποίο εξαρτάται και τότε το υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται σε πτώση αιτιατική

π.χ. Τόν καλόν κ
γαθόν νδρα εδαίμονα εναι φημί.
(= θεωρώ ότι ο καλός και αγαθός άνδρας είναι ευτυχής)

Σημειώσεις:
1.     Tο κατηγορούμενο και οι ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί του υποκειμένου του απαρεμφάτου ακολουθούν την ίδια πτώση αναλόγως την περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση ταυτοπροσωπίας τίθενται σε ονομαστική, ενώ σε περίπτωση ετεροπροσωπίας τίθενται σε πτώση αιτιατική.
2.     Στην περίπτωση απρόσωπης σύνταξης έχουμε πάντα ετεροπροσωπία και το υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται σε αιτιατική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου