Αχιλλέας : Εξαιτίας της ξεχωριστής του θέσης στο στράτευμα ο Αχιλλέας συγκαλεί με παρότρυνση της Ήρας στρατιωτική συνέλευση. Όταν διαβεβαιώνει τον Κάλχα ότι θα τον προστατεύσει ακόμη και από τον Αγαμέμνονα, δείχνει γενναιότητα αλλά και ισχυρή αυτοπεποίθηση. Στην αυθαιρεσία και την αυταρχικότητα του Αγαμέμνονα αντιδρά αρχικά ήπια, με σύνεση και διπλωματικότητα επικαλούμενος λογικά και αντικειμενικά επιχειρήματα σχετικά με τη διανομή των λαφύρων. Όμως η επιμονή του Αγαμέμνονα και η απειλή που εκτοξεύει προς τον Αχιλλέα για στέρηση του δικού του λαφύρου προκαλεί την οργή του ήρωα, ο οποίος αισθάνεται ότι προσβάλλεται η τιμή του και το γόητρο του. Εγκαταλείπει τους ήπιους τόνους και χρησιμοποιώντας προσβλητικούς χαρακτηρισμούς απειλεί και αυτός με αποχώρηση απο το πεδίο του πολέμου. Ταυτόχρονα εκφράζει και το παράπονό του, γιατί, ενώ βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή, τα δώρα που λαμβάνει είναι πάντα υποδέεστερα της αξίας και της προσφοράς του. Η διαμαρτυρία του αυτή δηλώνει ότι ο Αχιλλέας είναι εδώ και καιρό δυσαρεστημένος για την στάση του Αγαμέμνονα απέναντί του. Όπως κάθε επικός ήρωας έτσι και ο Αχιλλέας φαίνεται πως προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της προσωπικής τιμής, γι΄ αυτό και δε δέχεται πολλές κουβέντες γι΄ αυτό το θέμα. Για τον Αχιλλέα η τιμή ταυτίζεται με την έμπρακτη αναγνώριση της αξίας του, δηλ. το λάφυρο. Όταν, λοιπόν, ο Αγαμέμνονας εκφράζει ανοιχτά την περιφρόνησή του για το πρόσωπο του Αχιλλέα και την αδιαφορία του για το ενδεχόμενο αποχώρησης του ήρωα, ο Αχιλλέας αποφασίζει πάνω στην οργή του να τον σκοτώσει, για να ξεπληρώσει την αδικία που του γίνεται. Από την ορολογία που χρησιμοποιεί είναι σαφές ότι ταυτίζει την προσβολή της τιμής με αδικία. Η Αθηνά με την σωτήρια παρέμβασή της καταφέρνει να ελέγξει το θυμό του ήρωα και, αφού τον πείθει με τον τρόπο της, ο ήρωας αλλάζει σχέδια δείχνοντας αυτοσυγκράτηση. Στην πραγματικότητα η απόφασή του αλλάζει, επειδή ο σεβασμός του προς τους θεούς προτάσσεται της οργής του. Για μια ακόμη φορά ο Αχιλλέας προβάλλεται ως ευσεβής απέναντι στους θεούς (η ευσέβειά του φάνηκε και στο παρελθόν απέναντι στο μάντη Κάλχα και στον ιερέα Χρύση). Η αλλαγή της απόφασης του ωστόσο δε σημαίνει και αλλαγή των συναισθημάτων ή της στάσης του απέναντι στον Αγαμέμνονα. Για να εκτονώσει, λοιπόν, την οργή του απευθύνεται με έντονα υβριστικούς χαρακτηρισμούς στον αρχιστράτηγο, οι οποίοι γίνονται απρεπείς και ίσως δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα. Η οργή του Αχιλλέα απευθύνεται και στους υπόλοιπους αρχηγούς που κατηγορούνται για παθητικότητα και αδράνεια κι επομένως και σιωπηλή ανοχή απέναντι στις αδικίες του Αγαμέμνονα. Ο Αχιλλέας είναι ο μόνος που αμφισβητεί το κύρος και την εξουσία του Αγαμέμνονα σε αντίθεση με το πλήθος που σιωπά. Ο πόνος του Αχιλλέα τον οδηγεί τελικά να δώσει τον περίφημο όρκο με περιεχόμενο απειλητικό τόσο για τον Αγαμέμνονα όσο και για το υπόλοιπο στράτευμα. Μετά την παρέμβαση του Νέστορα ο Αχιλλέας συμπεριφέρεται με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση και ηπιότητα, αλλά εξακολουθεί να δείχνει την πικρία του για τους υπόλοιπους αρχηγούς που τους θεωρεί συνυπεύθυνους για την αδικία που του γίνεται. Δέχεται να παραχωρήσει τη Βρισηίδα με τη δικαιολογία ότι αυτοί που του την παραχώρησαν έχουν κάθε δικαίωμα και να του την αφαιρέσουν, αλλά προειδοποιεί ότι δε θα ανεχτεί άλλη απειλή. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να απαλύνει την άνευ όρων υποχώρησή του.
Αγαμέμνονας : Η πρώτη εικόνα που δίνει είναι εκείνη ενός ασεβούς. Η συμπεριφορά του απέναντι στο μάντη είναι εντελώς προσβλητική. Αμφισβητεί τις ικανότητές του και την ακρίβεια των προφητειών του. Βέβαια έχει ένα ελαφρυντικό : υπάρχουν προηγούμενα με τον Κάλχαντα (από την αρχή του πολέμου θυμίζουμε το αίτημα για τη θυσία της Ιφιγένειας). Ωστόσο οι μάντεις ήταν ιερά και απαραβίαστα πρόσωπα και αυτό φαίνεται να αφήνει αδιάφορο τον Αγαμέμνονα. Η υβριστική του συμπεριφορά συνεχίζεται με την προκλητική στάση του απέναντι στον Αχιλλέα. Και μάλιστα κορυφώνεται σταδιακά, καθώς στην αρχή ο Αγαμέμνονας σχεδόν παίζει με τον ήρωα άλλοτε ρίχνοντάς του το γάντι και άλλοτε τραβώντας το πίσω. Ακόμη όμως κι όταν δηλώνει ότι θα προτάξει το συμφέρον του στρατεύματος και θα υπακούσει στο θέλημά του, δε χάνει ευκαιρία να διαδηλώσει την αυταρχικότητα και την αλαζονεία του απειλώντας άλλους ήρωες με αφαίρεση των λαφύρων τους προς αντικατάσταση του δικού του. Η αντιπάθειά του για τον Αχιλλέα και η προκλητική/εριστική διάθεσή του απέναντί του είναι ολοφάνερη από την αρχή. Ενώ αναφέρεται και στα λάφυρα άλλων ηρώων, φαίνεται ότι εστιάζει στον Αχιλλέα. Με τρόπο προκλητικό του δηλώνει ότι και θα του αφαιρέσει το λάφυρο και θα τον θέσει επικεφαλής της πρεσβείας στον Χρύση˙ ο απόλυτος εξευτελισμός για έναν ήρωα που δε φέρει καμία ευθύνη για ότι συμβαίνει. Προκειμένου, μάλιστα, να δικαιολογήσει την επιμονή του ο Αγαμέμνονας και να παρουσιάσει ως φοβερή τη θυσία που του ζητάνε (προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τη δική του απαίτηση) δε διστάζει να συγκρίνει τη Χρυσηίδα με τη σύζυγό του προσβάλλοντας και την τελευταία. Ο εγωισμός του κατευθύνει κάθε του κίνηση, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο ίδιος έχει πάντα δίκιο. Η τιμή μεταφράζεται και στην περίπτωση του Αγαμέμνονα ως αναγνώριση της θέσης του και σε αυτό στηρίζει την απαίτησή του για νέο λάφυρο, εξίσου καλό με το προηγούμενο. Όμως στην πραγματικότητα ο Αγαμέμνονας αισθάνεται έντονη απειλή από τον Αχιλλέα, όταν ο τελευταίος ορθώνει το ανάστημά του και τον αμφισβητεί μέσα από την άρνησή του να παραχωρήσει το δικό του λάφυρο. Έτσι προσπαθεί να τον μειώσει όσο μπορεί μιλώντας περιφρονητικά για τις ικανότητές του και προκαλώντας τον να τον εγκαταλείψει προκειμένου να πετάξει κάθε ευθύνη από πάνω του και να παρουσιάσει στο στράτευμα τον πληγωμένο εγωισμό του Αχιλλέα ως τη βασική και μοναδική αιτία της σύγκρουσης μεταξύ τους. Είναι το λιγότερο αναιδής, όπως τον κατηγορεί ο Αχιλλέας, και αχάριστος, αφού δεν αναγνωρίζει ότι ο ήρωας συμμετέχει σε αυτό τον πόλεμο κάνοντάς του προσωπική χάρη. Ο εγωισμός του Αγαμέμνονα δεν μπορεί να ανεχτεί αυτή την αμφισβήτηση και ξεσπάει σε μία έκρηξη μίσους που δεν περιορίζεται ούτε με την παρέμβαση του Νέστορα. Αν και αναγνωρίζει τη σύνεση των λόγων του σοφού γέροντα, ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να ανεχτεί το «θράσος» του Αχιλλέα. Μήπως δεν μπορεί να ανεχτεί κάποιον καλύτερο από τον ίδιο; Δεν αποκλείεται να είναι η ζήλεια που μιλάει σε αυτούς τους στίχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου