Έκτορας και Ανδρομάχη συναντιούνται με τρόπο ανορθόδοξο. Ο Έκτορας αναζητάει την Ανδρομάχη εκεί που θα έπρεπε φυσιολογικά να βρίσκεται, δηλ. μέσα στο παλάτι να υφαίνει ή να συνοδεύεται από τις υπηρέτριες. Όμως η αναζήτησή του δεν έχει αποτέλεσμα, αντιθέτως η συνάντηση καθυστερεί και η αγωνία τόσο των δύο συζύγων όσο και των αναγνωστών εντείνεται ακόμη περισσότερο. Αυτή η σκόπιμη επιβράδυνση ενισχύει επιπλέον τη σημασία αυτής της συνάντησης. Η Ανδρομάχη με τη σειρά της παρακινημένη απ’ την επιθυμία της να δει τον Έκτορα τον αναζητά επίσης στο φυσικό του χώρο, στο πεδίο της μάχης, γι’ αυτό και κατευθύνεται στα τείχη. Η οικονόμος είναι αυτή που ενημερώνει τον Έκτορα για την ανησυχία της Ανδρομάχης και την απόφασή της να αναζητήσει το σύζυγό της για να ενημερωθεί για την τύχη του. Η απάντηση της οικονόμου θυμίζει από άποψη μορφής τα δημοτικά τραγούδια (άστοχα ερωτήματα, τριαδικό σχήμα, σχήμα άρσης και θέσης), απόγονο ουσιαστικά του έπους. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαρχής περιγράφεται μονολεκτικά η συναισθηματική κατάσταση της Ανδρομάχης («φρενιασμένη», δηλ. έχοντας χάσει τα λογικά της). Η ειρωνεία είναι ότι η ίδια ανάγκη που παρακινεί τους δύο συζύγους να συναντηθούν τους απομακρύνει κιόλας. Καθώς κανένας από τους δύο δεν εντοπίζει το ταίρι του, δεν περιμένουμε ότι τελικά αυτή η πολυπόθητη συνάντηση θα πραγματοποιηθεί. Το απρόσμενο όμως συμβαίνει (σύμπτωση ή ευτυχής συγκυρία που μαρτυράει την επέμβαση του ποιητή;) : όταν ο Έκτορας δεν εντοπίζει την Ανδρομάχη στο παλάτι, αποφασίζει να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης σα να βιάζεται να βρεθεί στο φυσικό του χώρο μέσα από τις Σκαιές Πύλες. Εκεί, σ’ αυτό το κομβικό σημείο που χωρίζει το πεδίο της ειρήνης απ’ το πεδίο του πολέμου (είναι η κεντρική έξοδος απ’ την οποία οι πολεμιστές κατευθύνονται στη μάχη, αλλά ταυτόχρονα και ο χώρος απ’ τον οποίο ο άμαχος πληθυσμός παρακολουθεί τη μάχη) οι δύο σύζυγοι συναντιούνται. Ο Έκτορας συμπεριφέρεται με τρόπο συγκρατημένο που τον χαρακτηρίζει η αυτοκυριαρχία («χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του ήσυχα») απευθυνόμενος στο παιδί του, όχι όμως και στη γυναίκα του. Είναι ξεκάθαρο ότι εδώ έχουμε την εικόνα του πολεμιστή που καταπνίγει τα συναισθήματά του υπακούοντας στις επιταγές του χρέους.
Για να αντισταθμίσει αυτή την ψυχρότητα του ήρωα ο ποιητής παρουσιάζει μία Ανδρομάχη εξαιρετικά κινητική τόσο ως προς τις χειρονομίες και τις κινήσεις της όσο και ως προς το λόγο της. Δακρυσμένη, λοιπόν, πιάνει το χέρι του ανέκφραστου Έκτορακαι ξεστομίζει ένα έντονο επιφώνημα («Οϊμέ!») που δηλώνει τη συναισθηματική της ένταση. Αμέσως μετά διατυπώνει τους φόβους της κινούμενη σε τρεις άξονες : μέλλον – παρελθόν – παρόν. Ξεκινώντας από το μέλλον προλέγει το θάνατο του Έκτορα και προσπαθεί να τον επηρεάσει συναισθηματικά κάνοντας αναφορά στην τύχη του παιδιού της και τη δική της (έντονη υποκειμενική χροιά). Προσθέτει, μάλιστα, ότι θα προτιμούσε το θάνατο παρά τον αβάσταχτο πόνο που θα δοκιμάσει απ’ την απώλειά του. Στη συνέχεια μεταφέρεται στο παρελθόν περιγράφοντας πώς έχασε όλους τους δικούς της ανθρώπους, για να περάσει αμέσως μετά στο παρόν με μία επίθεση αγάπης στο πρόσωπο του Έκτορα : ο Έκτορας είναι πλέον γι’ αυτήν τα πάντα (με κλιμακούμενη σειρά αναφέρει : πατέρας, μητέρα, αδελφός, σύντροφος). Επομένως, η σχέση της μ’ αυτόν είναι σχέση απόλυτης εξάρτησης. Η Ανδρομάχη κλείνει το λόγο της επανερχόμενη στους αρχικούς φόβους της, μόνο που αυτή τη φορά συνοδεύει την έκκλησή της προς τον Έκτορα με μία πρόταση εναλλακτική : ένα αμυντικό σχέδιο (ενίσχυση του πιο ευάλωτου σημείου του τείχους) που δε θα τον εκθέσει σε κίνδυνο και δε θα τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει το χρέος του απέναντι στο λαό του. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ανδρομάχη κλείνει το λόγο της με τον ίδιο τρόπο που τον ανοίγει (σχήμα κύκλου), δηλ. με αναφορά στους φόβους της για το μέλλον και με μία πρόταση – απάντηση στην υπερβολική και παράλογη τόλμη του Έκτορα. Από την επίμονη προσπάθεια της Ανδρομάχης να απομακρύνει το φάσμα του θανάτου από τον άνδρα της γίνεται σαφές ότι ο φόβος αυτός κυριαρχεί στη σκέψη της (λειτουργώντας ως προοικονομία για το τέλος του ήρωα).
Αν και συναισθηματικά φορτισμένος ο λόγος της Ανδρομάχης, δεν παρουσιάζει φοβερές συναισθηματικές εξάρσεις και οι κινήσεις της είναι σχετικά συγκρατημένες και περιγράφονται με τρόπο λιτό. Τα δακρυσμένα μάτια και η κίνηση – άγγιγμα του χεριού της προς τον αγαπημένο σύζυγό της είναι αρκετά για να αποδώσουν την ψυχολογική της κατάσταση. Με την αναφορά στην τύχη της πατρικής οικογένειας της Ανδρομάχης ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία ν’ αναφερθεί στον ιπποτισμό και τη γενναιότητα του Αχιλλέα, αφενός μεν για να μας υπενθυμίζει τον κεντρικό ήρωα του έπους (ακόμη και απών ο Αχιλλέας είναι παρών στα λόγια των άλλων), αφετέρου δε για να μας υποβάλει την ιδέα ότι και η ίδια η Ανδρομάχη δε θα μπορέσει να ξεφύγει από την τραγική μοίρα της γενιάς της. Επιπλέον, εδώ διακρίνεται και η τραγική ειρωνεία ότι αυτός που καθόρισε τη μοίρα της γενιάς της θα σημαδέψει και τη μοίρα του συζύγου της (ολοκληρώνοντας τον τραγικό κύκλο στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η ίδια).
Ο Έκτορας δε διαψεύδει τους φόβους της γυναίκας του, αντίθετα δηλώνει την κατανόηση και τη συμπάθειά του. Όμως εδώ δε λειτουργεί ως σύζυγος ή πατέρας, αλλά ως πολεμιστής. Εξηγεί, λοιπόν, τους λόγους για τους οποίους επιλέγει να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης : βαραίνουν πρώτα απ’ όλα πάνω του οι ευθύνες απέναντι στο λαό του και το χρέος του απέναντι στην πατρίδα. Προβάλλει εδώ ως κορυφαία αρετή η «αιδώς», δηλ. η ντροπή απέναντι στους άλλους και ο σεβασμός της κοινής γνώμης. Η αιδώς είναι αυτή που εμποδίζει τον πολεμιστή από την ατίμωση. Έπειτα υπάρχει και μια διπλή εσωτερική ανάγκη που υπαγορεύει στον ήρωα τη συγκεκριμένη επιλογή κι αυτή είναι 1. η ανάγκη διαφύλαξης της πατρογονικής τιμής και δόξας (στ. 446) και 2. Το χρέος του απέναντι στην ίδια του τη φύση (στ. 444-447). Ο πολεμιστής οφείλει να κερδίσει με την στάση του την εκτίμηση των συμπολιτών του και να φροντίσει για την προσωπική του τιμή και την υστεροφημία του. Πρόκειται για αξίες που κληροδοτούνται από τη μία γενιά στην άλλη. Συνεπώς, ο ομηρικός ήρωας πρέπει όχι απλώς να διατηρήσει αλλά και να επαυξήσει τις παραπάνω αξίες για την επόμενη γενιά. Έτσι εξηγείται και η ευχή – προσευχή του Έκτορα για το γιο του : αναφέρεται στο περίφημο ηρωικό ιδεώδες. Εξάλλου ούτε και ο ίδιος ο εαυτός του επιτρέπει στον Έκτορα να συμβιβαστεί, γιατί κάτι τέτοιο θα πρόδιδε τη φύση του (δηλ. να είναι πάντα γενναίος και μπροστάρης στους Τρώες πολεμιστές). Ως ενσαρκωτής του ηρωικού ιδεώδους ο Έκτορας επιλέγει τον αγώνα, ακόμη κι όταν με απόλυτη βεβαιότητα γνωρίζει ότι η Τροία θα χαθεί και ο ίδιος θα πεθάνει. Γιατί; Γιατί δεν τον ενδιαφέρει η νίκη, αλλά η τιμή και η δόξα, η προσωπική και της γενιάς του κι αυτή δεν καθορίζεται από τη νίκη ή την ήττα. Είναι αξία αυθύπαρκτη και διαχρονική. Απορρίπτει, λοιπόν, την πρόταση της γυναίκας του, όμως ομολογεί ότι αυτό που τον πονάει περισσότερο δεν είναι ο χαμός του λαού του ή της οικογένειάς του, αλλά η τύχη που περιμένει τη γυναίκα του ως αιχμάλωτης πολέμου. Εύχεται μάλιστα να πεθάνει πριν δει την ατίμωσή της. Όπως η Ανδρομάχη έτσι κι ο Έκτορας τοποθετεί τη σύζυγό του στην κορυφή της πυραμίδας. Αυτές οι αντιστοιχίες επιβεβαιώνουν την αμοιβαιότητα των αισθημάτων των δύο συζύγων. Όμως σημειώνουμε ότι η ατίμωση της Ανδρομάχης θα έχει επιπτώσεις και στη δική του προσωπική τιμή, πράγμα το οποίο πιθανότατα μεγεθύνει τον πόνο του ήρωα. Ακόμη, λοιπόν, και η τύχη της Ανδρομάχης συνδέεται με την προσωπική τιμή του ήρωα.
Συμπερασματικά, θα’ λεγε κανείς ότι οι δύο ήρωες συμπεριφέρονται σύμφωνα με το ρόλο τους και τις κοινωνικές παραμέτρους στο πλαίσιο των οποίων λειτουργούν. Η Ανδρομάχη λειτουργεί ως γυναίκα, σύζυγος και μητέρα που το χρέος της είναι να φροντίζει την οικογένειά της. Υπακούει, λοιπόν, στους νόμους και την αναγκαιότητα που καθορίζουν η φύση της, η ανατροφή της και η κοινωνική της τάξη. Για να πετύχει τον στόχο της επιστρατεύει το συναίσθημα. Ο Έκτορας με τη σειρά του είναι ο άντρας – πολεμιστής που πάνω απ’ όλα βάζει την προάσπιση της τιμής και το χρέος απέναντι στην πατρίδα. Ακόμη κι όταν θυμάται το ρόλο του ως συζύγου, φιλτράρει τα συναισθήματά του, τα εκλογικεύει και τα συνδέει με την προσωπική του τιμή. Χαρακτηριστικό τέλος είναι ότι η σκηνή με τους δύο είναι μάλλον σκοτεινή κι απαισιόδοξη με την Ανδρομάχη να προλέγει ένα ζοφερό μέλλον και τον Έκτορα να επιβεβαιώνει αυτές τις προβλέψεις.
Ξαφνικά η σκηνή διευρύνεται με την αναφορά στον Αστυάνακτα και σαν από θαύμα αλλάζει το όλο κλίμα και ταυτόχρονα ο Έκτορας εγκαταλείπει το ρόλο του ως πολεμιστή κι αναλαμβάνει εκείνον του πατέρα. Ακόμη και το πρώτο χαμόγελο του Έκτορα στο γιο του απευθύνεται κι όχι στη σύζυγό του. Η φοβισμένη αντίδραση του μικρού παιδιού στη θέα του αρματωμένου Έκτορα που απλώνει τα χέρια για ν’ αγκαλιάσει το γιο του προκαλεί το γέλιο των γονιών του και αποφορτίζει τόσο τους ήρωες όσο και τον αναγνώστη απ’ την απαισιόδοξη διάθεση που τους κατέλαβε. Επιπλέον ό,τι δεν κατόρθωσε η Ανδρομάχη με τον Έκτορα (απευθυνόμενη στον πατέρα και σύζυγο και υποβαθμίζοντας τον πολεμιστή), το καταφέρνει με τη γλυκειά αθωότητά του ο μικρός Αστυάνακτας. Ο Έκτορας βγάζει την περικεφαλαία του δηλώνοντας σχεδόν συμβολικά ότι για λίγο ξεχνάει τον πολεμιστή και γίνεται ο πατέρας. Όση τρυφερότητα δεν έδειξε στη σύζυγό του την εκδηλώνει τώρα απέναντι στο γιο του με λόγια και με έργα. Τον φιλάει, τον χορεύει στα χέρια του και του δίνει ευχές. Η παρουσία του παιδιού λειτούργησε καταλυτικά μετατρέποντας την απαισιοδοξία σε αισιοδοξία και την απελπισία σε ελπίδα, έτσι όπως ταιριάζει στα παιδιά. Βέβαια, οι ευχές του Έκτορα δεν είναι απαλλαγμένες απ’ την επίδραση του ηρωικού ιδεώδους σαν ο πολεμιστής να αρνείται να εγκαταλείψει τελείως το ρόλο του : εύχεται, λοιπόν, στον Αστυάνακτα να γίνει άξιος βασιλιάς, να τιμήσει το όνομα της γενιάς του με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι πρόγονοί του, να γίνει ανώτερος από τον πατέρα του και άξιος να τον καμαρώνει η μητέρα του. Μετά τις ευχές ο Έκτορας παραδίδει το παιδί όχι στην τροφό αλλά στη μητέρα (κανένα άλλο τρίτο πρόσωπο δεν πρέπει τώρα να διαταράξει αυτή την τρυφερή οικογενειακή σκηνή) που το παίρνει «γελοκλαίγοντας». Τα συναισθήματα της Ανδρομάχης είναι ανάμικτα : πριν δάκρυζε από απόγνωση και θλίψη, τώρα γελάει, γιατί στο πρόσωπο του παιδιού της γεννήθηκε η ελπίδα. Θλίψη και χαρά αναμιγνύονται. Το παιδί λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος και ανάμεσα στους συζύγους : ο Έκτορας εκτός από πατέρας τώρα θυμάται ότι είναι και σύζυγος. Λυπάται την Ανδρομάχη, τη χαϊδεύει τρυφερά (και πάλι όμως είναι συγκρατημένος) και σπεύδει να την παρηγορήσει αναιρώντας τις απαισιόδοξες δηλώσεις που έκανε νωρίτερα : κανείς δεν πεθαίνει πριν από την ώρα του και κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του, λέει τώρα. Αυτή η μοιρολατρική διαπίστωση δεν είναι διόλου ευχάριστη, αλλά είναι προτιμότερη από τα προηγούμενα λόγια του Έκτορα. Όμως σ’ αυτό εδώ το σημείο ο Έκτορας επανέρχεται στον αρχικό του ρόλο υπενθυμίζοντας στην Ανδρομάχη ποιος είναι ο φυσικός προορισμός του καθενός (η γυναίκα στον αργαλειό και στις δούλες της, ο άντρας στον πόλεμο) και ανανεώνοντας την άρνησή του στην πρόταση της γυναίκας του. Η μεταμόρφωση ολοκληρώνεται με την κίνηση του Έκτορα να ξαναφορέσει την περικεφαλαία. Ο πατέρας και σύζυγος μένουν οριστικά πίσω, ο πολεμιστής είναι αυτός που επιβάλλεται ως κυρίαρχος. Η Ανδρομάχη αποχωρεί με δάκρυα (αυτή τη φορά θλίψης και πόνου) γυρίζοντας κάθε τόσο πίσω να κοιτάξει τον άντρα της, ίσως από διαίσθηση ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά. Τα δάκρυα αυτά γίνονται μέσα στο παλάτι θρήνος για έναν ζωντανό, αφού με την αποχώρηση του Έκτορα και την επιστροφή του στο πεδίο της μάχης το κλίμα και πάλι αναστρέφεται και ο θάνατος ξαναρίχνει τη σκιά του πάνω στους ήρωες.
Ο Πάρης αποφασισμένος να επιστρέψει στη μάχη συναντά τον Έκτορα, ο οποίος του συμπεριφέρεται αυτή τη φορά φιλικά, τον επαινεί για τη γενναιότητά του και την απόφασή του να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, αλλά ταυτόχρονα τον μαλώνει για τη συνειδητή αδιαφορία του και την αμηχανία του, όταν οι Τρώες τον κατηγορούν δικαίως για το κακό που τους προξένησε. Στο τέλος όμως του λόγου του ο Έκτορας γίνεται και πάλι αισιόδοξος (αναλογικά προς την προηγούμενη σκηνή με την Ανδρομάχη και τον Αστυάνακτα) και κλείνει με την ελπίδα ότι όλα θα διορθωθούν, αν ο Δίας επιτρέψει στους Τρώες να διώξουν από την πόλη τους τους Αχαιούς.
Ο ρόλος της σκηνής Έκτορα – Ανδρομάχης
• Τονίζεται το δράμα του άμαχου πληθυσμού, γι’ αυτό και η ραψωδία διακρίνεται από αντιπολεμικό τόνο.
• Παρουσιάζεται και η ανθρώπινη πλευρά του πολεμιστή.
• «Προετοιμάζεται» ο θάνατος του Έκτορα που, ενώ στην αρχή δηλώνεται με βεβαιότητα (φόβοι Ανδρομάχης, επιμονή ήρωα στο ηρωικό ιδεώδες, βεβαιότητα Έκτορα για την κατάληξη του πολέμου, πρόωρος θρήνος), στο τέλος της σκηνής απαλύνεται με την αισιόδοξη διάθεση του Έκτορα.
Ανθρωπισμός Ομήρου
• Έμμεση αντιπολεμική διαμαρτυρία που εκδηλώνεται μέσα από (Ι) την παρουσίαση του δράματος των αμάχων, (ΙΙ) την προβολή της ανθρώπινης πλευράς του πολεμιστή και (ΙΙΙ) την αντίθεση ειρήνης (οικογενειακή σκηνή Ανδρομάχης-Έκτορα-Αστυάνακτα) και πολέμου (φόβοι Ανδρομάχης, προβλέψεις Έκτορα, πρόωρος θρήνος)
• Εξύψωση Έκτορα, δηλ. ενός εχθρού (ο Όμηρος δεν κάνει διακρίσεις)
Για να αντισταθμίσει αυτή την ψυχρότητα του ήρωα ο ποιητής παρουσιάζει μία Ανδρομάχη εξαιρετικά κινητική τόσο ως προς τις χειρονομίες και τις κινήσεις της όσο και ως προς το λόγο της. Δακρυσμένη, λοιπόν, πιάνει το χέρι του ανέκφραστου Έκτορακαι ξεστομίζει ένα έντονο επιφώνημα («Οϊμέ!») που δηλώνει τη συναισθηματική της ένταση. Αμέσως μετά διατυπώνει τους φόβους της κινούμενη σε τρεις άξονες : μέλλον – παρελθόν – παρόν. Ξεκινώντας από το μέλλον προλέγει το θάνατο του Έκτορα και προσπαθεί να τον επηρεάσει συναισθηματικά κάνοντας αναφορά στην τύχη του παιδιού της και τη δική της (έντονη υποκειμενική χροιά). Προσθέτει, μάλιστα, ότι θα προτιμούσε το θάνατο παρά τον αβάσταχτο πόνο που θα δοκιμάσει απ’ την απώλειά του. Στη συνέχεια μεταφέρεται στο παρελθόν περιγράφοντας πώς έχασε όλους τους δικούς της ανθρώπους, για να περάσει αμέσως μετά στο παρόν με μία επίθεση αγάπης στο πρόσωπο του Έκτορα : ο Έκτορας είναι πλέον γι’ αυτήν τα πάντα (με κλιμακούμενη σειρά αναφέρει : πατέρας, μητέρα, αδελφός, σύντροφος). Επομένως, η σχέση της μ’ αυτόν είναι σχέση απόλυτης εξάρτησης. Η Ανδρομάχη κλείνει το λόγο της επανερχόμενη στους αρχικούς φόβους της, μόνο που αυτή τη φορά συνοδεύει την έκκλησή της προς τον Έκτορα με μία πρόταση εναλλακτική : ένα αμυντικό σχέδιο (ενίσχυση του πιο ευάλωτου σημείου του τείχους) που δε θα τον εκθέσει σε κίνδυνο και δε θα τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει το χρέος του απέναντι στο λαό του. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ανδρομάχη κλείνει το λόγο της με τον ίδιο τρόπο που τον ανοίγει (σχήμα κύκλου), δηλ. με αναφορά στους φόβους της για το μέλλον και με μία πρόταση – απάντηση στην υπερβολική και παράλογη τόλμη του Έκτορα. Από την επίμονη προσπάθεια της Ανδρομάχης να απομακρύνει το φάσμα του θανάτου από τον άνδρα της γίνεται σαφές ότι ο φόβος αυτός κυριαρχεί στη σκέψη της (λειτουργώντας ως προοικονομία για το τέλος του ήρωα).
Αν και συναισθηματικά φορτισμένος ο λόγος της Ανδρομάχης, δεν παρουσιάζει φοβερές συναισθηματικές εξάρσεις και οι κινήσεις της είναι σχετικά συγκρατημένες και περιγράφονται με τρόπο λιτό. Τα δακρυσμένα μάτια και η κίνηση – άγγιγμα του χεριού της προς τον αγαπημένο σύζυγό της είναι αρκετά για να αποδώσουν την ψυχολογική της κατάσταση. Με την αναφορά στην τύχη της πατρικής οικογένειας της Ανδρομάχης ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία ν’ αναφερθεί στον ιπποτισμό και τη γενναιότητα του Αχιλλέα, αφενός μεν για να μας υπενθυμίζει τον κεντρικό ήρωα του έπους (ακόμη και απών ο Αχιλλέας είναι παρών στα λόγια των άλλων), αφετέρου δε για να μας υποβάλει την ιδέα ότι και η ίδια η Ανδρομάχη δε θα μπορέσει να ξεφύγει από την τραγική μοίρα της γενιάς της. Επιπλέον, εδώ διακρίνεται και η τραγική ειρωνεία ότι αυτός που καθόρισε τη μοίρα της γενιάς της θα σημαδέψει και τη μοίρα του συζύγου της (ολοκληρώνοντας τον τραγικό κύκλο στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η ίδια).
Ο Έκτορας δε διαψεύδει τους φόβους της γυναίκας του, αντίθετα δηλώνει την κατανόηση και τη συμπάθειά του. Όμως εδώ δε λειτουργεί ως σύζυγος ή πατέρας, αλλά ως πολεμιστής. Εξηγεί, λοιπόν, τους λόγους για τους οποίους επιλέγει να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης : βαραίνουν πρώτα απ’ όλα πάνω του οι ευθύνες απέναντι στο λαό του και το χρέος του απέναντι στην πατρίδα. Προβάλλει εδώ ως κορυφαία αρετή η «αιδώς», δηλ. η ντροπή απέναντι στους άλλους και ο σεβασμός της κοινής γνώμης. Η αιδώς είναι αυτή που εμποδίζει τον πολεμιστή από την ατίμωση. Έπειτα υπάρχει και μια διπλή εσωτερική ανάγκη που υπαγορεύει στον ήρωα τη συγκεκριμένη επιλογή κι αυτή είναι 1. η ανάγκη διαφύλαξης της πατρογονικής τιμής και δόξας (στ. 446) και 2. Το χρέος του απέναντι στην ίδια του τη φύση (στ. 444-447). Ο πολεμιστής οφείλει να κερδίσει με την στάση του την εκτίμηση των συμπολιτών του και να φροντίσει για την προσωπική του τιμή και την υστεροφημία του. Πρόκειται για αξίες που κληροδοτούνται από τη μία γενιά στην άλλη. Συνεπώς, ο ομηρικός ήρωας πρέπει όχι απλώς να διατηρήσει αλλά και να επαυξήσει τις παραπάνω αξίες για την επόμενη γενιά. Έτσι εξηγείται και η ευχή – προσευχή του Έκτορα για το γιο του : αναφέρεται στο περίφημο ηρωικό ιδεώδες. Εξάλλου ούτε και ο ίδιος ο εαυτός του επιτρέπει στον Έκτορα να συμβιβαστεί, γιατί κάτι τέτοιο θα πρόδιδε τη φύση του (δηλ. να είναι πάντα γενναίος και μπροστάρης στους Τρώες πολεμιστές). Ως ενσαρκωτής του ηρωικού ιδεώδους ο Έκτορας επιλέγει τον αγώνα, ακόμη κι όταν με απόλυτη βεβαιότητα γνωρίζει ότι η Τροία θα χαθεί και ο ίδιος θα πεθάνει. Γιατί; Γιατί δεν τον ενδιαφέρει η νίκη, αλλά η τιμή και η δόξα, η προσωπική και της γενιάς του κι αυτή δεν καθορίζεται από τη νίκη ή την ήττα. Είναι αξία αυθύπαρκτη και διαχρονική. Απορρίπτει, λοιπόν, την πρόταση της γυναίκας του, όμως ομολογεί ότι αυτό που τον πονάει περισσότερο δεν είναι ο χαμός του λαού του ή της οικογένειάς του, αλλά η τύχη που περιμένει τη γυναίκα του ως αιχμάλωτης πολέμου. Εύχεται μάλιστα να πεθάνει πριν δει την ατίμωσή της. Όπως η Ανδρομάχη έτσι κι ο Έκτορας τοποθετεί τη σύζυγό του στην κορυφή της πυραμίδας. Αυτές οι αντιστοιχίες επιβεβαιώνουν την αμοιβαιότητα των αισθημάτων των δύο συζύγων. Όμως σημειώνουμε ότι η ατίμωση της Ανδρομάχης θα έχει επιπτώσεις και στη δική του προσωπική τιμή, πράγμα το οποίο πιθανότατα μεγεθύνει τον πόνο του ήρωα. Ακόμη, λοιπόν, και η τύχη της Ανδρομάχης συνδέεται με την προσωπική τιμή του ήρωα.
Συμπερασματικά, θα’ λεγε κανείς ότι οι δύο ήρωες συμπεριφέρονται σύμφωνα με το ρόλο τους και τις κοινωνικές παραμέτρους στο πλαίσιο των οποίων λειτουργούν. Η Ανδρομάχη λειτουργεί ως γυναίκα, σύζυγος και μητέρα που το χρέος της είναι να φροντίζει την οικογένειά της. Υπακούει, λοιπόν, στους νόμους και την αναγκαιότητα που καθορίζουν η φύση της, η ανατροφή της και η κοινωνική της τάξη. Για να πετύχει τον στόχο της επιστρατεύει το συναίσθημα. Ο Έκτορας με τη σειρά του είναι ο άντρας – πολεμιστής που πάνω απ’ όλα βάζει την προάσπιση της τιμής και το χρέος απέναντι στην πατρίδα. Ακόμη κι όταν θυμάται το ρόλο του ως συζύγου, φιλτράρει τα συναισθήματά του, τα εκλογικεύει και τα συνδέει με την προσωπική του τιμή. Χαρακτηριστικό τέλος είναι ότι η σκηνή με τους δύο είναι μάλλον σκοτεινή κι απαισιόδοξη με την Ανδρομάχη να προλέγει ένα ζοφερό μέλλον και τον Έκτορα να επιβεβαιώνει αυτές τις προβλέψεις.
Ξαφνικά η σκηνή διευρύνεται με την αναφορά στον Αστυάνακτα και σαν από θαύμα αλλάζει το όλο κλίμα και ταυτόχρονα ο Έκτορας εγκαταλείπει το ρόλο του ως πολεμιστή κι αναλαμβάνει εκείνον του πατέρα. Ακόμη και το πρώτο χαμόγελο του Έκτορα στο γιο του απευθύνεται κι όχι στη σύζυγό του. Η φοβισμένη αντίδραση του μικρού παιδιού στη θέα του αρματωμένου Έκτορα που απλώνει τα χέρια για ν’ αγκαλιάσει το γιο του προκαλεί το γέλιο των γονιών του και αποφορτίζει τόσο τους ήρωες όσο και τον αναγνώστη απ’ την απαισιόδοξη διάθεση που τους κατέλαβε. Επιπλέον ό,τι δεν κατόρθωσε η Ανδρομάχη με τον Έκτορα (απευθυνόμενη στον πατέρα και σύζυγο και υποβαθμίζοντας τον πολεμιστή), το καταφέρνει με τη γλυκειά αθωότητά του ο μικρός Αστυάνακτας. Ο Έκτορας βγάζει την περικεφαλαία του δηλώνοντας σχεδόν συμβολικά ότι για λίγο ξεχνάει τον πολεμιστή και γίνεται ο πατέρας. Όση τρυφερότητα δεν έδειξε στη σύζυγό του την εκδηλώνει τώρα απέναντι στο γιο του με λόγια και με έργα. Τον φιλάει, τον χορεύει στα χέρια του και του δίνει ευχές. Η παρουσία του παιδιού λειτούργησε καταλυτικά μετατρέποντας την απαισιοδοξία σε αισιοδοξία και την απελπισία σε ελπίδα, έτσι όπως ταιριάζει στα παιδιά. Βέβαια, οι ευχές του Έκτορα δεν είναι απαλλαγμένες απ’ την επίδραση του ηρωικού ιδεώδους σαν ο πολεμιστής να αρνείται να εγκαταλείψει τελείως το ρόλο του : εύχεται, λοιπόν, στον Αστυάνακτα να γίνει άξιος βασιλιάς, να τιμήσει το όνομα της γενιάς του με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι πρόγονοί του, να γίνει ανώτερος από τον πατέρα του και άξιος να τον καμαρώνει η μητέρα του. Μετά τις ευχές ο Έκτορας παραδίδει το παιδί όχι στην τροφό αλλά στη μητέρα (κανένα άλλο τρίτο πρόσωπο δεν πρέπει τώρα να διαταράξει αυτή την τρυφερή οικογενειακή σκηνή) που το παίρνει «γελοκλαίγοντας». Τα συναισθήματα της Ανδρομάχης είναι ανάμικτα : πριν δάκρυζε από απόγνωση και θλίψη, τώρα γελάει, γιατί στο πρόσωπο του παιδιού της γεννήθηκε η ελπίδα. Θλίψη και χαρά αναμιγνύονται. Το παιδί λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος και ανάμεσα στους συζύγους : ο Έκτορας εκτός από πατέρας τώρα θυμάται ότι είναι και σύζυγος. Λυπάται την Ανδρομάχη, τη χαϊδεύει τρυφερά (και πάλι όμως είναι συγκρατημένος) και σπεύδει να την παρηγορήσει αναιρώντας τις απαισιόδοξες δηλώσεις που έκανε νωρίτερα : κανείς δεν πεθαίνει πριν από την ώρα του και κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του, λέει τώρα. Αυτή η μοιρολατρική διαπίστωση δεν είναι διόλου ευχάριστη, αλλά είναι προτιμότερη από τα προηγούμενα λόγια του Έκτορα. Όμως σ’ αυτό εδώ το σημείο ο Έκτορας επανέρχεται στον αρχικό του ρόλο υπενθυμίζοντας στην Ανδρομάχη ποιος είναι ο φυσικός προορισμός του καθενός (η γυναίκα στον αργαλειό και στις δούλες της, ο άντρας στον πόλεμο) και ανανεώνοντας την άρνησή του στην πρόταση της γυναίκας του. Η μεταμόρφωση ολοκληρώνεται με την κίνηση του Έκτορα να ξαναφορέσει την περικεφαλαία. Ο πατέρας και σύζυγος μένουν οριστικά πίσω, ο πολεμιστής είναι αυτός που επιβάλλεται ως κυρίαρχος. Η Ανδρομάχη αποχωρεί με δάκρυα (αυτή τη φορά θλίψης και πόνου) γυρίζοντας κάθε τόσο πίσω να κοιτάξει τον άντρα της, ίσως από διαίσθηση ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά. Τα δάκρυα αυτά γίνονται μέσα στο παλάτι θρήνος για έναν ζωντανό, αφού με την αποχώρηση του Έκτορα και την επιστροφή του στο πεδίο της μάχης το κλίμα και πάλι αναστρέφεται και ο θάνατος ξαναρίχνει τη σκιά του πάνω στους ήρωες.
Ο Πάρης αποφασισμένος να επιστρέψει στη μάχη συναντά τον Έκτορα, ο οποίος του συμπεριφέρεται αυτή τη φορά φιλικά, τον επαινεί για τη γενναιότητά του και την απόφασή του να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, αλλά ταυτόχρονα τον μαλώνει για τη συνειδητή αδιαφορία του και την αμηχανία του, όταν οι Τρώες τον κατηγορούν δικαίως για το κακό που τους προξένησε. Στο τέλος όμως του λόγου του ο Έκτορας γίνεται και πάλι αισιόδοξος (αναλογικά προς την προηγούμενη σκηνή με την Ανδρομάχη και τον Αστυάνακτα) και κλείνει με την ελπίδα ότι όλα θα διορθωθούν, αν ο Δίας επιτρέψει στους Τρώες να διώξουν από την πόλη τους τους Αχαιούς.
Ο ρόλος της σκηνής Έκτορα – Ανδρομάχης
• Τονίζεται το δράμα του άμαχου πληθυσμού, γι’ αυτό και η ραψωδία διακρίνεται από αντιπολεμικό τόνο.
• Παρουσιάζεται και η ανθρώπινη πλευρά του πολεμιστή.
• «Προετοιμάζεται» ο θάνατος του Έκτορα που, ενώ στην αρχή δηλώνεται με βεβαιότητα (φόβοι Ανδρομάχης, επιμονή ήρωα στο ηρωικό ιδεώδες, βεβαιότητα Έκτορα για την κατάληξη του πολέμου, πρόωρος θρήνος), στο τέλος της σκηνής απαλύνεται με την αισιόδοξη διάθεση του Έκτορα.
Ανθρωπισμός Ομήρου
• Έμμεση αντιπολεμική διαμαρτυρία που εκδηλώνεται μέσα από (Ι) την παρουσίαση του δράματος των αμάχων, (ΙΙ) την προβολή της ανθρώπινης πλευράς του πολεμιστή και (ΙΙΙ) την αντίθεση ειρήνης (οικογενειακή σκηνή Ανδρομάχης-Έκτορα-Αστυάνακτα) και πολέμου (φόβοι Ανδρομάχης, προβλέψεις Έκτορα, πρόωρος θρήνος)
• Εξύψωση Έκτορα, δηλ. ενός εχθρού (ο Όμηρος δεν κάνει διακρίσεις)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου