Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Γρηγόριος Ξενόπουλος: Ο συγγραφέας που λάτρευε τα παιδιά

Τον ενδιέφερε η επαφή του με τον αναγνώστη -ανεξαρτήτως ηλικίας- η διαμόρφωσή του, η ψυχαγωγία του. Και αυτήν την προτεραιότητα τη διατήρησε σε όλες τις ποικίλες συγγραφικές του δραστηριότητες, όπως και στην περίπτωση της παιδικής λογοτεχνίας, την οποία ανέδειξε σε μια σοβαρή και ιδιαιτέρως απαιτητική υπόθεση.
“Εγραψα πολλά και διάφορα από τα δεκαπέντε μου χρόνια ώς σήμερα, που κλείνω τα ογδόντα. Με είπαν πατέρα του Νεοελληνικού Μυθιστορήματος και δημιουργό του Νεοελληνικού Θεάτρου. Αλλά για τίποτα δεν καυχιέμαι περισσότερο, παρά για την εργασία μου στη Διάπλασι των Παίδων” σημείωσε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος το 1947, μερικά χρόνια πριν από τον θάνατό του. Και βέβαια όχι για να αυτοπροβληθεί πλαγίως -άλλωστε, ήταν ήδη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών- αλλά για να τονίσει τη σημασία που ο ίδιος έδινε στην πολυετή ενασχόλησή του με τη νεανική λογοτεχνία και τη διαμόρφωση της παιδικής ψυχής.
Όταν, πάντως, αναφέρεται κανείς στη συνολική του προσφορά στα ελληνικά γράμματα δεν μπορεί να παραβλέψει αυτό που πραγματικά ήταν: ένας άνθρωπος-ορχήστρα. Ενας από τους σημαντικότερους και παραγωγικότερους πεζογράφους της εποχής του -της «γενιάς του 1880»- ο οποίος δημοσίευσε πάνω από ογδόντα μυθιστορήματα σε εφημερίδες και αυτοτελείς εκδόσεις, έγραψε ουκ ολίγα θεατρικά έργα και μια πληθώρα από διηγήματα και κριτικές μελέτες. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε από τους πρώτους επαγγελματίες «γραφιάδες» -σε καιρούς απρόσφορους γι’ αυτό: ζούσε αποκλειστικά από τη δουλειά του.
Σίγουρα του ανήκει δικαιωματικά ο χαρακτηρισμός του «πρωτοπόρου» σε τόσες ετερόκλητες συγγραφικές επιλογές: Εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος, οξυδερκής κριτικός με πολυετή παρουσία και θεατρικός συγγραφέας που συνέβαλε στην καθιέρωση του αστικού δράματος. Η δε συνεισφορά του στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, αυτή είναι απλώς αδιαμφισβήτητη, αφού αντιλαμβανόταν το παιδί-αναγνώστη ως έναν ευαίσθητο και απαιτητικό δέκτη αγωγής και παιδείας.
Γεννήθηκε το 1867 στην Κωνσταντινούπολη, από πατέρα Ζακυνθινό -πρώην στρατιωτικό και έμπορο- και μητέρα μια καλλιεργημένη Φαναριώτισσα. Ηταν το πρώτο παιδί μιας οκταμελούς εύπορης οικογένειας η οποία μετακόμισε στη Ζάκυνθο, όπου το νεαρό αγόρι έζησε τα ευτυχισμένα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ετσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε εκεί, με τα ήθη και τη μοναδική κουλτούρα που έμελλε να διαμορφώσουν το υπόστρωμα για τις μετέπειτα ονειρικές αναμνήσεις του από μια αθώα εποχή, γεμάτη θέλγητρα.
Σε ηλικία 16 ετών και αφού αποφοιτά με άριστα από το Γυμνάσιο, μεταβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει φυσικομαθηματικά. Η ζωή, όμως, για αλλού τον προόριζε: το 1883 γνωρίζεται με τον Νικόλαο Π. Παπαδόπουλο, ιδρυτή και διευθυντή της «Διαπλάσεως των Παίδων» και αρχίζει να συνεργάζεται γράφοντας μεταφράσεις και διασκευές γαλλικών διηγημάτων για το περιοδικό. Αυτή ήταν η αρχή μιας ιστορικής συνεργασίας και μιας εξαιρετικής συγκυρίας για την ελληνική παιδική λογοτεχνία.
Παράλληλα αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα στέλνοντας κείμενα και διηγήματα σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Κάπως έτσι ο Γεώργιος Δροσίνης, αναγνωρίζοντας το πρώιμο ταλέντο του Ξενόπουλου, του προτείνει να αναλάβει αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Εστία».
Ήταν μια πρόταση δελεαστική, η οποία τον έφερε μπροστά σε δίλημμα: «Είχ’ έρθει πια η ώρα να διαλέξω μεταξύ Επιστήμης και Λογοτεχνίας. Κι επειδή έβρισκα ίσως, πως θα ευδοκιμούσα σα λογοτέχνης περισσότερο παρά σαν επιστήμονας, συμπέρανα πως και το υλικό και το ηθικό μου συμφέρον ήταν ν’ αφήσω την Επιστήμη και ν’ αφοσιωθώ σ’ εκείνο που με τραβούσε με περισσότερη δύναμη», θα συνοψίσει -με τετράγωνη λογική- εκείνο που ήταν ήδη προφανές: το αδιαπραγμάτευτο πάθος του για τα κείμενα, τη λογοτεχνία, τη συγγραφική δημιουργία.
Ο Ξενόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1888, με το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος του κόσμου», για να ακολουθήσουν μερικά από τα σημαντικότερα έργα του: «Μαργαρίτα Στέφα» (1893), «Κόκκινος Βράχος» (1905), τα «αθηναϊκά» μυθιστορήματα «Ο Πόλεμος» και οι «Μυστικοί Αρραβώνες», καθώς και η «Λάουρα» το 1915.
Αλλά η πιο φιλόδοξη συγγραφική του απόπειρα ήταν η κοινωνική τριλογία «Πλούσιοι και φτωχοί» (1919), «Τίμιοι και άτιμοι» (1921), «Τυχεροί και άτυχοι» (1924), με τα δύο πρώτα να αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του. Τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του εκτυλίσσονται στην Αθήνα και γράφτηκαν πριν ο συγγραφέας κλείσει τα τριάντα, αντλώντας υλικό από τις εμπειρίες των φοιτητικών του χρόνων με τον έρωτα να γίνεται το κυρίαρχο θέμα- ιδίως ο έρωτας μεταξύ χαρακτήρων από διαφορετικές τάξεις.
Σταδιακά, θα αποτυπώσει με οξυδέρκεια το πανόραμα της κοινωνικής ζωής και των ηθών, με μια προσεκτική σκιαγράφηση του αστικού τοπίου αλλά και μια σπάνια τεχνική αρτιότητα στον χειρισμό των προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού, με πλοκές που επινοούνταν με μαθηματική ακρίβεια. Πολλοί κριτικοί, ωστόσο, τον κατηγόρησαν -όταν άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα σε συνέχειες- ότι έκανε εύκολα παραχωρήσεις στα γούστα των αναγνωστών και ότι χρησιμοποιούσε προκλητικές ερωτικές σκηνές για να εντυπωσιάζει. Κανένας όμως δεν αμφισβήτησε τη μυθοπλαστική του ευφυΐα, καθώς και μια συνειδητή ικανότητα να ψυχαγωγεί τον αναγνώστη, αναπαριστώντας με ζηλευτή άνεση σκηνές και πρόσωπα από την καθημερινή αστική ζωή- κάτι που φαίνεται και σε αρκετά θεατρικά του.
Ώσπου το 1896 ο εκδότης και διευθυντής της «Διάπλασεως των Παίδων», του αναθέτει την αρχισυνταξία του περιοδικού. Αυτή ήταν η αφορμή για τον Ξενόπουλο να δείξει ποικιλοτρόπως την αγάπη του για τα παιδιά, αλλά και να προσπαθήσει -για πέντε δεκαετίες- να δημιουργήσει μια παιδική λογοτεχνική γλώσσα, που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα τα βοηθούσε να μαθαίνουν διασκεδάζοντας. Από τη χρονιά αυτή και μετά θα δουλεύει ημερονύκτια ολόκληρα για να ετοιμάζει και να παραδίδει εκλαϊκευτικές μελέτες, παραμύθια, σχόλια, διηγήματα, ό,τι θα μπορούσε να κινήσει το ενδιαφέρον ενός παιδιού, ενώ κρατάει και τη στήλη της αλληλογραφίας με τους μικρούς αναγνώστες όπου απαντά, καθοδηγεί, γοητεύει.
Αρχικά, το περιοδικό γραφόταν σε απλή καθαρεύουσα, αλλά από το 1916 και έπειτα στη δημοτική. Οπως και να ’χει, ο αρχισυντάκτης -και βασικός συντάκτης- της «Διαπλάσεως» δεν θα αργήσει να αποδείξει ότι διαθέτει σε περίσσεια μια έμφυτη παιδαγωγική ικανότητα που την ενισχύει το πραγματικό ενδιαφέρον του για το παιδί. Οι ιδέες του ήταν πολλές και πρωτοποριακές: πρωτότυποι διαγωνισμοί, αινίγματα, γρίφοι, ιστοριούλες και «μικρά μυστικά» που όλα μαζί δημιουργούσαν έναν μαγικό κόσμο για τον ανήλικο αναγνώστη.
Μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες που εισήγαγε στο περιοδικό ο Ξενόπουλος ήταν, δίχως άλλο, οι «αθηναϊκές επιστολές»- παιδικά χρονογραφήματα που τέλειωναν με το πασίγνωστο, ακόμα και σήμερα, «Σας ασπάζομαι, Φαίδων», τα οποία τα έγραφε ο ίδιος: «Επαιρνα ένα επίκαιρο, συνήθως, θέμα» θα εξηγήσει χρόνια μετά, «το οποίο το πραγματευόμουν με τρόπο ώστε να βγαίνει ένα ηθικό δίδαγμα για τα παιδιά, ή έπαιρνα αφορμή από διάφορα γεγονότα, καθώς κι ερωτήσεις που έκαναν στη Διάπλαση τα παιδιά για διάφορα ζητήματα και προσπαθούσα να τους διαλύω τις πλάνες και τις προλήψεις, να τους εμπνέω ευγενικά αισθήματα, να τους εμφυτεύω ορθές ιδέες και να τα πλουτίζω ακόμα και με γνώσεις».
Το παραπάνω απόσπασμα δείχνει ανάγλυφα το μέγεθος της συμβολής του συγγραφέα στην επιμελημένη διαμόρφωση των μικρών αναγνωστών. Και μάλιστα σε εποχές όπου οι εκπαιδευτικές μέθοδοι χαρακτηρίζονταν από την ψυχρότητα του διδακτισμού και την αδιαλλαξία του δογματισμού. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η τεράστια συνεισφορά του, για γενεές ολόκληρες, στη διάπλαση των παιδιών.
Το εντυπωσιακό στην περίπτωσή του είναι ότι παράλληλα με την απαιτητική ενασχόλησή του με τη «Διάπλαση των Παίδων» -όλα αυτά τα χρόνια- συνέχισε να γράφει μυθιστορήματα και θεατρικά, να συνεργάζεται με πλήθος εφημερίδων και περιοδικών, να διευθύνει από το 1894 την «Εικονογραφημένη Εστία», να δημοσιεύει λογοτεχνικά έργα και μελέτες στο περιοδικό «Παναθήναια» και να γράφει μυθιστορήματα σε συνέχειες για την εφημερίδα «Εθνος» της εποχής εκείνης.Ακόμη, δημιούργησε το περιοδικό «Νέα Εστία», του οποίου ήταν διευθυντής ώς το 1934, ενώ μαζί με τους Παλαμά, Σικελιανό και Καζαντζάκη ίδρυσαν την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, για να αναγνωριστεί τελικά η πολυσχιδής αυτή δραστηριότητα τόσων ετών με τον επισημότερο τρόπο: το 1931 γίνεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Και όλα αυτά μαζί με μια πλήρη προσωπική ζωή, αφού παντρεύτηκε δύο φορές - το 1894 την Ευφροσύνη Διογενίδη και το 1901 τη Χριστίνα Κανελλοπούλου- από τις οποίες απέκτησε τρεις κόρες.
Στις 24 Ιανουαρίου 1951 θα φύγει από τη ζωή έχοντας όμως προηγουμένως καταφέρει ό,τι ονειρεύτηκε, όπως εξάλλου αναφέρει και ο ίδιος στον απολογισμό που έκανε τέσσερα χρόνια νωρίτερα, όταν έγραφε το «Η ζωή μου σαν παραμύθι»: ήθελε, εξαρχής, να γίνει ένας συγγραφέας-παιδαγωγός ο οποίος θα πλάσει μια ενιαία, αλλά απλή λογοτεχνική γλώσσα που να την αντιλαμβάνονται και να την απολαμβάνουν όλοι, και βέβαια τα παιδιά, τα οποία τόσο αγαπούσε και εκτιμούσε. Οπως και έγινε...
Ο σοσιαλιστής
Αν και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, τον ενδιέφεραν τόσο τα προβλήματα των αστών όσο και των πιο φτωχών, σε αντιστοιχία, πάντα, με την ιδέα του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού, η οποία τον είχε συναρπάσει. Στην Αθήνα ήρθε σε επαφή με τον Δρακούλη και τους άλλους επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος, ενώ βοήθησε στην έκδοση των σοσιαλιστικών εφημερίδων «Αρδην» και «Κοινωνία». Πίστευε σε έναν σοσιαλισμό που θα άλλαζε την κοινωνία χωρίς βία: σταδιακά οι άνθρωποι θα καταλάβαιναν το συμφέρον τους, οι πλούσιοι και οι φτωχοί θα έρχονταν -πίστευε- σε συνεννόηση.
Στον δρόμο της δημοτικής
Αν και οπαδός του Γιάννη Ψυχάρη για τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, μετά το 1888 διατυπώνει επιφυλάξεις προκαλώντας, τελικά, την αντιπάθειά του. «Οταν ο Ψυχάρης ήταν ακόμη στην Αθήνα περπατούσαμε μια μέρα στην οδό Πανεπιστημίου και μιλούσαμε για τη γλώσσα. Είχε βρέξει, κι ο δρόμος, άστρωτος την εποχή εκείνη, ήταν σκεπασμένος από λάσπη αδιάβατη. Κάποτε θελήσαμε να περάσουμε στο αντικρινό πεζοδρόμιο. Εσκυψα μια στιγμή, καθώς μιλούσαμε και δίπλωσα τις άκρες του παντελονιού μου. Ο Ψυχάρης το παρατήρησε. Μετά από χρόνια, όταν ήμαστε πια μαλωμένοι, διηγήθηκε σε κάποιο άρθρο του εναντίον μου αυτό το περιστατικό και συμπέρανε: «Να, αυτός είναι ο Ξενόπουλος. Εγώ του μιλώ για τη γλώσσα, κι εκείνος να κοιτάζει πώς να μη λερώσει το παντελονάκι του...».

ΤΟ ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΟ
Αθηναι, 5 Σεπτεμβριου 1925
Αγαπητοί μου,
Στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζοντας μιαν απ' τις παράξενες δύσεις αυτών των ημερών, που δεν ήταν ούτε θερμές πια ούτε φθινοπωρινές ακόμα. Είχαν μαζί και την χαρούμενη γλύκα των πρώτων και τα ζωηρά μα μελαγχολικά χρώματα των δεύτερων. Ο ουρανός ήταν πολύ καθαρός, πολύ γαλανός, και μολονότι έκανε αρκετή ζέστη, η ατμόσφαιρα είχε κάποια κίνηση στα ψηλά, κι έν' αεράκι, σχεδόν δροσερό, εξακολουθητικό, με μικρά μόνο διαλείμματα, που μου χάιδευε το μέτωπο.
Το θέαμα ήταν βέβαια έξοχο, όπως είναι πάντα, την ώρα του δειλινού, απ' το παράθυρό μου, -η Αθηναϊκή αυτή ζωγραφιά, με την Ακρόπολη στο βάθος, φαντασμαγορικά φωτιζόμενη απ' το καμίνι της δύσης-. Μα τόχω συνηθισμένο, και μπορώ να πω πως μόνο το αεράκι εκείνο με κρατούσε ακόμα μπροστά στο παράθυρο. Γι' αυτό κι όταν η δροσιά που πήρα μου φάνηκε αρκετή, ετοιμάστηκα να μπω για να εξακολουθήσω την εργασία μου. Αλλά ίσα ίσα κείνη τη στιγμή, ένα πράγμα, ένα άσπρο πράγμα που πετούσε στο γαλάζιο αέρα, κίνησε την προσοχή μου.
Μου φάνηκε σαν πουλί, σαν περιστέρι. Μα επειδή το πέταγμα του ήταν αλλοιώτικο, παράξενο, προσπάθησα να το ιδώ καλύτερα, και να καταλάβω τι πουλί ηήαν. Αδύνατο! Τέτοιο πουλί με τέτοιες φτερούγες – μακρυές και στενές πολύ μου φαίνονταν, – με τέτοια κίνηση άρρυθμη, τρελλή μπορώ να πω, δεν είχα ιδεί ποτέ μου.. Και όλο ανέβαινε ψηλά, και όλο απομακρυνόταν. Πολύ περίεργο!... Πήρα τότε ένα ζευγάρι κιάλια, που τάχω πάντα πρόχειρα, απάνω σ' ένα αρμαράκι δίπλα στο παράθυρο, και κοίταξα το αγνώριστο άσπρο πουλί που πετούσε στο γαλάζιο αέρα. Τότε το γνώρισα, α , το γνώρισα πολύ καλά. Πόσες φορές δεν είχα ξαναϊδή, – μ' από πιο κοντά,- τέτοιου είδους πουλιά!... Ήταν ένα κουρελόχαρτο!...
Ποιος ξέρει από πού τόχε σηκώσει το δυνατό αεράκι εκείνης της ώρας. Ίσως από κεραμίδια, από ταράτσα, ή από κανένα τζίγκο. Γι αυτό έφτασε στα μεσούρανα. Κι εκεί πάνω πια μπορούσε να κάνει ελεύθερα τις βόλτες του, ν' ανεβοκατεβαίνει, ν' απομακρύνεται, να πλησιάζη χωρίς ν' απαντά πρόσκομμα κανένα. Πρέπει νάταν όμως και χαρτί ψιλό, ελαφρό -κομμάτι από τσιγαρόχαρτο περιτυλίγματος ίσως, -γιατί αλλοιώτικα δε θα μπορούσε να μένει μετέωρο κι όταν αδυνάτιζε το αεράκι, για να ξαναρχίζει με το δυνάμωμα, ύστερα τα παιχνίδια του.
Μα τι τρελοπαίχνιδα το αφιλότιμο! Σας βεβαιώ πως ποτέ δε μου έλαχε κουρελόχαρτο με τόση... ζωή! Φαινοταν αληθινα ζωντανο πραγμα και σα μεθυσμενο από μια μεγάλη χαρά. Για έναν καλό χορευτή, οταν τον μεθα ο χορος, συνηθως λεμε: "Δεν χορευει, πετα!" Ε λοιπον γι αυτο το χαρτινο πουλι, θα μπορουσα να πω¨Δεν πετουσε, εχορευε. Και καθως το χτυπουσε κει ψηλα στο γαλαζιο ο ηλιος της δυσης, ποτε χρυσιζε, ποτε κοκκινιζε, κι εμοιαζε ετσι σα μικρη υπερφυσικη, εναερια μπαλλαρινα, ντυμενη στα κατασπρα και φωτιζομενη απο εναν πολυχρωμο προβολεα. Μα ηταν μια δοξα, ενας θριαμβος, μια αποθεωση.
Αφου το γνωρισα μια φορα, αφησα τα κιαλια, για να το βλεπω καλυτερα μες' στον ωραιο περιγυρο. Και ηρθε στιγμη που ξεχασα κι εγω τι ηταν και γοητευθηκα σα ναβλεπα πραγματικως εν' αγνωστο ασπρο πουλι, παραδομενο σε μια μεθη χαρας, ευτυχιας, που λες κι ηθελε να τη μεταδωση με τα κινηματα του και σε μενα και σε ολο τον κοσμο. Να το, υψωνεται ακομα κι ερχεται προς το παραυθρο μου- Ελα, ελα καλως το!... Ω μα φευγεις παλι; γιατι; .. Γυρισε. γυρισε!.. Ετσι μπραβο! Και χαμηλωσε λιγακι να φωτιζεσαι και να λαμπεις καλυτερα!... Α ετσι μπραβο!.. Τωρα εισαι θαυμασιο!.. Τι γρηγορα που κουνας τις φτερουγες σου και πως φανταζουν χρυσοκοκκινες οι μακρυες αυτες φτερουγες! Τωρα για μενα εισαι σ' ολη σου τη δοξα!
Και αξαφνα.. στοπ και μπουμ!
Το αερακι σταματησε αποτομα. Την ιδια στιγμη απομεινε ακινητο εκει ψηλα και το κουρελοχαρτο. Στοπ. Και την ιδια στιγμη, παρασυρομενο μονο απο το βαρος του, επεσε ισια, εσκασε αδοξα πανω σ' ενα τζιγκο. Μπουμ! – Μα τι αλλο μπορουσε να καμη ενα κουρελοχαρτο, οταν επαψε πια να φυσα το αερακι που το ζωντανευε; Να σκασει κατω σαν ψοφιο. Το κακομοιρο ειχε πεσει και σε μια γωνια του τζιγκου τοσο προφυλαγμενη, τοσο απαγκιο, που κι οταν σε λιγο ξαναφυσηξε, το αερακι δεν το βρηκε για να το ξανασηκωσει. Κι εμεινε κει ωσπου βαρεθηκα εγω και μπηκα. Η ιστορια λοιπον του κουρελοχαρτου τελειωνει εδω. Μονον που εχει κι επιμυθιο.
Θα το μαντευετε βεβαια. Ποσες φορες θα ακουσατε να παρομοιαζουν το σηκωμα μερικων ανθρωπων χωρις αξια, -χωρις αληθινα φτερα, χωρις εσωτερικη δυναμη, – με το πεταγμα ενος κουρελοχαρτου, που ενα ευνοικο αερακι μπορεσε να το ανεβαση για λιγες στιγμες μεσουρανα, μες' το φως και τη δοξα ενος ηλιοβασιλεματος. Αλλα οπως μολις παψη να φυσα το αερακι, πεφτει το κουρελοχαρτο στον τζιγκο, στο δρομο, στη σκονη, στη λασπη, ετσι πεφτει και ο ψεφτοανεβασμενος ανθρωπος, μολις του λειψη η εξωτερικη δυναμη, η προστασια που τον σηκωσε απ' τα χαμηλα. Κι οπως μας γελα το κουρελοχαρτο πως ειναι ενα ζωντανο κι ασπρο πουλι, με μερικες δυνατες φτερουγες, ετσι μας γελα οταν βρισκεται στο υψος του κι ο αναξιος ανθρωπος, πως κατι ειναι. Υστερα με το αδοξο πεσιμο του βλεπουμε πως δεν ηταν τιποτα και πως τοσον καιρο μας γελουσε...
Ναι η παρομοιωση αυτη ειναι κοινη και συνηθισμενη. Αλλα οι γαλλοι εχουν μια παροιμια που λεει: " comparaison n'est pas raison" Η παρομοιωση δηλαδη δεν ειναι πραγματικος λογος και δεν μπορουμε να την παιρνουμε παντα τοις μετρητοις, κατα γραμμα, η να την πιστευουμε σ' ολη της την εκταση, μ' ολες της τις συνεπειες και εφαρμογες. Γιατι ετσι κινδυνευουμε να φτασουμε σε υπερβολη και παραλογισμο. Στην περισταση αυτη παραδειγματος χαρη: μπορει να ιδουμε εναν ανθρωπο ν'ανεβαινει απο μια καλοτυχια, απο μια ευνοια, απο μια δυνατη προστασια. Και να συμπεραινουμε : "Να κι αυτος σαν το κουρελοχαρτο. Πετα οσο φυσουν, αμα παψουν θα πεση" Κι ομως ο ανθρωπος μπορει εξαιρετα ναχει την αξια και δικαια να προστατευτηκε και βοηθηθηκε, για ν' ανεβει.
Ολοι σχεδον στα πρωτα βηματα τους, βοηθουνται, προστατευονται απο καποιον. Δε θα πει ομως και πως ολοι δεν εχουν αξια. Πολλοι εχουν. Αλλα και οταν πεφτουν, επειδη τους ελειψε η αναγκαια ακομη εξωτερικη βοηθεια, παλι δεν μπορουμε να πουμε με βεβαιοτητα πως δεν ειχαν κι εσωτερικη δυναμη. Γιατι πρεπει πρωτα να ιδουμε αν το πεσιμο ηταν τυχαιο, αδικο η προσωρινο. Οπως το ανεβασμα, ετσι μπορει να μας γελασει και το πεσιμο. Χρειαζεται μεγαλη προσοχη και επιφυλαξη σε τετοιες κρισεις. Επειτα μια αλλη παροιμια λεει: Καθε κανονας εχει τις εξαιρεσεις του.
Σας ασπαζομαι
Φαιδων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου