Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Ραψωδία Ι 225-431


Με πρωτοβουλία του Αγαμέμνονα που βρίσκεται σε απόγνωση λόγω της δυσοίωνης για τους Αχαιούς εξέλιξης του πολέμου αποστέλλεται στον Αχιλλέα πρεσβεία με σκοπό να τον πείσει να γυρίσει στη μάχη. Τα μέλη της πρεσβείας δεν έχουν επιλεγεί τυχαία από το Νέστορα. Εκτός από τους δύο κήρυκες τα υπόλοιπα τρία πρόσωπα έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τον Αχιλλέα : ο Φοίνικας υπήρξε παιδαγωγός του, ο Οδυσσέας γνωρίζει τον Αχιλλέα και τον πατέρα του πριν από την έναρξη του πολέμου και θα προσπαθήσει να πείσει τον ήρωα επιστρατεύοντας την ευστροφία του και το χαρισματικό λόγο που διαθέτει και ο Αίαντας, καλός φίλος του Αχιλλέα, τον συναγωνίζεται σε ανδρεία και δύναμη και θα του απευθύνει το λόγο ως άνθρωπος της δράσης.
Πρώτος παίρνει το λόγο ο Οδυσσέας που επιδεικνύει και αποδεικνύει τις ρητορικές του ικανότητες μέσα από έναν υποδειγματικό λόγο που διακρίνεται για την άψογη δομή του: στον πρόλογο-εισαγωγή ξεκινάει με προσφώνηση/χαιρετισμό του Αχιλλέα και μία φιλοφρόνηση για το πλούσιο τραπέζι που τους παραθέτει (στ. 225-227). Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση των ονομάτων Αχιλλέα και Αγαμέμνονα στην αρχή και στο τέλος αντίστοιχα του πρώτου στίχου, καθώς και η φιλοφρόνηση που απευθύνεται με τον ίδιο τρόπο και στους δύο, πράγμα που υποδηλώνει την πρόθεση του ομιλητή να συμφιλιώσει τους δύο άντρες, αλλά και την στάση ουδετερότητας στη μεταξύ τους προστριβή. Ενώ όμως ο λόγος ξεκινά με μία θετική παρατήρηση, το περιεχόμενό της αναιρείται με την αρνητική διαπίστωση που ακολουθεί : αυτό το πλούσιο δείπνο δεν μπορούν να το απολαύσουν, γιατί το μυαλό τους βρίσκεται στη μάχη και στην άσχημη εξέλιξή της. Στους δύο στίχους που ακολουθούν ο Οδυσσέας αποδίδει με τρόπο λιτό την κατάσταση των Αχαιών («θα σωθούν ή θα χαθούν») και ταυτόχρονα εξαρτά άμεσα τη σωτηρία των Αχαιών από τον ίδιο τον Αχιλλέα. Φέρνει, λοιπόν, τον Αχιλλέα αντιμέτωπο με ένα δίλημμα που προκύπτει από το αδιέξοδο των Αχαιών, για να «εκβιάσει» την αλλαγή της απόφασής του. Έπρεπε ο στρατός να φτάσει σε σημείο απόγνωσης, για να αντιληφθεί το μέγεθος της απώλειας του ήρωα. Έτσι το πρώτο σκέλος της απειλής του Αχιλλέα (που αφορά την τύχη των Αχαιών) πραγματοποιείται.
Στο κύριο μέρος του λόγου του ο Οδυσσέας προχωρά στην αναλυτική παρουσίαση της κατάστασης, στην έκθεση επιχειρημάτων και στη διατύπωση του αιτήματος. Αναφέρει, λοιπόν, ότι οι Τρώες για πρώτη φορά στρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη τους ανάβοντας φωτιές και δηλώνοντας με έπαρση ότι θα είναι ασυγκράτητοι στην επίθεσή τους. Ο Δίας μάλιστα ενισχύει αυτή τη βεβαιότητά τους με ανάλογα σημάδια που φανερώνουν την εύνοιά του. Την ίδια και μεγαλύτερη έπαρση εκδηλώνει και ο Έκτορας που απειλεί ανοιχτά ότι με την αυγή θα κάψει τα πλοία των Αχαιών και τους ίδιους θα τους εξολοθρεύσει έχοντας την εύνοια του Δία κι αψηφώντας τους υπόλοιπους θεούς και θνητούς. Σαφής ο υπαινιγμός εδώ για υβριστική συμπεριφορά εκ μέρους του Έκτορα, δικαιολογημένης όμως, αφού έχει την υποστήριξη του Δία. Ή πάλι δεν αποκλείεται ο Οδυσσέας να μεγαλοποιεί και λίγο τα πράγματα, για να είναι περισσότερο πειστικός (προσπαθώντας να προκαλέσει τον Αχιλλέα). Πάντως ο Οδυσσέας εκφράζει φόβους ότι δεν αποκλείεται οι απειλές του Έκτορα να πραγματοποιηθούν με τη βοήθεια των θεών κι ότι η μοίρα των Αχαιών είναι ήδη καθορισμένη. Γι΄ αυτό προτρέπει τον ήρωα να σώσει τους Αχαιούς όσο είναι ακόμη καιρός, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα αισθανθεί λύπη και δε θα είναι πλέον σε θέση να διορθώσει την κατάσταση. Η χρήση χρονικών προσδιορισμών από την πλευρά του Οδυσσέα δεν είναι τυχαία (στ. 247 αν και αργά, στ. 250 έγκαιρα, στ. 261 είναι καιρός), είναι ένα πραγματικό στοιχείο που λειτουργεί ως μέσο πίεσης για τον Αχιλλέα. Έπειτα, ο Οδυσσέας υπενθυμίζει στον Αχιλλέα τις συμβουλές του πατέρα του για πραότητα, αυτοσυγκράτηση κι έλεγχο του θυμού του που θα του εξασφαλίσει τιμή ανάμεσα στους Αχαιούς. Στις συμβουλές αυτές ο Οδυσσέας προσθέτει και τη δική του προτροπή προς τον Αχιλλέα να αφήσει στην άκρη το θυμό του όσο είναι ακόμη καιρός. Στη συνέχεια απαριθμεί τα δώρα που θα λάβει από τον Αγαμέμνονα, αν τελικά επιλέξει τη συμφιλίωση και τον παρακαλεί σε περίπτωση που δεν μπορεί να κατευνάσει το μίσος του για τον Αγαμέμνονα να λυπηθεί τους Αχαιούς. Τέλος, του υπόσχεται δόξα και τιμή, εάν καταφέρει να νικήσει τον υπερήφανο Έκτορα που καυχιέται ότι δεν υπάρχει όμοιός του στους Αχαιούς.
Τι παρατηρούμε στο λόγο του Οδυσσέα; Ως δεινός και εύστροφος ρήτορας αξιοποιεί στο έπακρο τις τεχνικές της πειθούς σε έναν καλά δομημένο λόγο. Επικαλείται τη λογική αξιοποιώντας αντικειμενικά επιχειρήματα, αλλά παράλληλα απευθύνεται και στο συναίσθημα του ήρωα. Τα αντικειμενικά επιχειρήματα είναι η κρισιμότητα της κατάστασης (δηλ. η επικράτηση των Τρώων και η απειλή για τελική νίκη) και τα δώρα που θα λάβει ο Αχιλλέας μετά τη συμφιλίωση με τον Αγαμέμνονα. Τα δώρα (στα οποία αφιερώνονται 35 στίχοι και όση είναι η έκταση που καλύπτει η αναφορά τους τόση είναι και η αξία τους) κλιμακώνονται σε τρία επίπεδα : τα άμεσα δώρα που θα λάβει ο Αχιλλέας είναι επτά καινούργιοι τρίποδες, δέκα τάλαντα χρυσού, είκοσι λέβητες, δώδεκα άλογα που κέρδισαν πολλά βραβεία σε αγώνες, επτά γυναίκες – λάφυρα από τη Λέσβο όμορφες και άξιες στις γυναικείες δουλειές και μαζί με αυτές θα πάρει πίσω και τη Βρισηίδα. Η Βρισηίδα σκοπίμως τοποθετείται στο τέλος και μάλιστα με τέσσερις στίχους, για να της δοθεί μεγαλύτερη αξία (είναι το σημαντικότερο από όλα τα προηγούμενα δώρα) και βεβαίως επειδή η στέρησή της απ’ τον Αχιλλέα υπήρξε η αιτία του θυμού και της αποχώρησης του ήρωα από το πεδίο της μάχης. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Οδυσσέα για τον όρκο του Αγαμέμνονα ότι δεν κοιμήθηκε με τη Βρισηίδα, πράγμα που πιθανώς υποδηλώνει ότι ο αρχιστράτηγος αντιλήφθηκε το λάθος του (αν και από εγωισμό δεν το παραδέχθηκε) και γι΄ αυτό φρόντισε να μην προσβάλλει περισσότερο τον Αχιλλέα. Εκτός όμως από τα παραπάνω δώρα ο Αχιλλέας θα λάβει πλούσια δώρα και μετά την πτώση της Τροίας : χρυσό και χαλκό αρκετό για να γεμίσει ένα καράβι και είκοσι Τρωαδίτισσες που στην ομορφιά έρχονται δεύτερες μετά την Ελένη. Τέλος, αν οι θεοί δώσουν τελικά τη νίκη στους Αχαιούς και τους επιτρέψουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ο ίδιος ο Αγαμέμνονας θα δώσει μία από τις τρεις κόρες του στον Αχιλλέα ως σύζυγο και μάλιστα με γενναία προίκα τιμώντας τον ισάξια με τον αγαπημένο του γιο Ορέστη. Επιπλέον, θα του χαρίσει επτά σπουδαίες πόλεις από το βασίλειό του για να απολαμβάνει τα πλούτη τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η αναφορά στον Αγαμέμνονα γίνεται στο τέλος των γενναίων προσφορών – δώρων, για να μην προκληθεί ξανά η οργή του Αχιλλέα. Επειδή όμως ο Οδυσσέας είναι καλός γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και μπορεί να προβλέψει τις αντιδράσεις του Αχιλλέα, επανέρχεται στους Αχαιούς στρατιώτες κι επικαλείται ξανά τα αισθήματα του Αχιλλέα γι’ αυτούς (σχήμα κύκλου). Φροντίζει όμως να κλείσει το λόγο του μ’ εκείνο το επιχείρημα που είναι – μάλλον κατά γενική ομολογία – το περισσότερο πειστικό, δηλ. την αναφορά στην προσωπική τιμή και υστεροφημία του ήρωα. Μία σύγκρουση με τον αλαζόνα Έκτορα θα είναι αρκετή για να του εξασφαλίσει τη δόξα.
Ο λόγος του Αχιλλέα που ακολουθεί ως απάντηση είναι εξαιρετικά εκτενής, αν και στην πραγματικότητα αξιοποιεί πολύ συγκεκριμένα σημεία. Απευθυνόμενος στον Οδυσσέα τον αποκαλεί ευρετικό (δηλ. επινοητικό, άρα πανούργο) και ουσιαστικά με τον στίχο που ακολουθεί δικαιολογεί αυτό το χαρακτηρισμό. Δηλώνει, λοιπόν, ότι θα μιλήσει ευθέως και καθαρά κι επαναλαμβάνει την εμμονή του στην αρχική του θέση προετοιμάζοντας τους απεσταλμένους του Αγαμέμνονα για το περιεχόμενο της απάντησης που θα τους δώσει. Αιτιολογεί τη δήλωσή του εξηγώντας ότι τρέφει τόσο μίσος γι’ αυτόν που άλλα λέει κι άλλα σκέφτεται όσο και για τον Άδη. Υπαινιγμός για τον ευρετικό Οδυσσέα ή μήπως για τον Αγαμέμνονα του οποίου τη συμπεριφορά διαμορφώνουν πάντα προσωπικά κίνητρα; Και βέβαια όσο δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την πανουργία του πρώτου, άλλο τόσο δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι γενναιόδωρες προσφορές του Αγαμέμνονα δεν είναι άλλη μία προσπάθεια εξαπάτησης ή εξαγοράς του Αχιλλέα. Εξάλλου, αν τα αισθήματά του ήταν ειλικρινή, θα έπρεπε να βρίσκεται ο ίδιος μπροστά στον Αχιλλέα, έχοντας προηγουμένως αναγνωρίσει και παραδεχτεί το σφάλμα του μπροστά στο στράτευμά του. Ο Αχιλλέα δηλώνει ξεκάθαρα την άρνησή του ν’ ακούσει είτε τον Αγαμέμνονα είτε οποιονδήποτε άλλον απ’ τους Αχαιούς και σπεύδει να εξηγήσει τους λόγους γι’ αυτή την στάση του : ποτέ η ανταμοιβή του για την προσφορά του στον πόλεμο δεν ήταν ανάλογη με τις υπηρεσίες που προσέφερε, πράγμα που σημαίνει ότι η τιμή είναι ίδια και για το γενναίο και για το δειλό. Και οι δύο έχουν την ίδια κοινή μοίρα, εκείνη του θανάτου. Επομένως, είναι λογικό να αναρωτιέται ποιο το όφελος να βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο. Ο Αχιλλέας στηρίζει τη διαπίστωσή του σε προσωπικά παραδείγματα : δοκιμάστηκε σε πολλούς κινδύνους και μάλιστα κάθε φορά πολεμώντας για τις γυναίκες άλλων. Και μολονότι απ’ τα χέρια του πέρασαν άπειροι θησαυροί και λάφυρα, ο ίδιος τα παρέδωσε όλα στον Αγαμέμνονα που κράτησε τα περισσότερα για τον εαυτό του. Και στους μεν άλλους πολέμαρχους έδωσε τα λάφυρα που τους αναλογούσαν, μόνον απ’ αυτόν αφαίρεσε τη Βρισηίδα που του δόθηκε τιμητικά. Άδικη αφαίρεση σε σύγκριση με την προσφορά του Αγαμέμνονα. Κι αν για τα υπόλοιπα λάφυρα ο ήρωας δεν παραπονέθηκε, αυτή την κίνηση δεν μπορούσε πλέον να την ανεχτεί ως προσβολή της τιμής του. Κι έπειτα μόνο οι Ατρείδες αγαπούν τις γυναίκες τους τόσο ώστε να κινήσουν ολόκληρο πόλεμο γι’ αυτές; Μα ό,τι ήταν η Ελένη για το Μενέλαο είναι και η Βρισηίδα για τον Αχιλλέα, όχι απλώς ένα λάφυρο πολέμου μα μία σύντροφος αγαπημένη. Αν, λοιπόν, η Ελένη ήταν ικανή να προκαλέσει έναν πόλεμο  για χάρη της, δεν μπορεί κι ή όμορφη Βρισηίδα να λειτουργήσει ως αιτία για την αποχή του Αχιλλέα απ’ τον πόλεμο; Απαντάει, λοιπόν, ο Αχιλλέας ότι δε θα αλλάξει την απόφασή του υπακούοντας σ’ αυτόν που τον εξαπάτησε και προτείνει στον Οδυσσέα να βρουν άλλον τρόπο για να σώσουν τους Αχαιούς, αρνούμενος ν’ αντιμετωπίσει το δίλημμα που του έθεσε πριν από λίγο ο Οδυσσέας. Προβάλλει, μάλιστα, ως αντεπιχείρημα την κατασκευή τείχους, μάλλον ειρωνευόμενος, αφού το τείχος κτίστηκε μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα ως αντιστάθμισμα στην απουσία του. Και συνεχίζοντας τις ειρωνικές του παρατηρήσεις συμπληρώνει ότι αυτό το τείχος δεν ωφέλησε σε τίποτα και μάλιστα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι όσο ήταν παρών στο πεδίο της μάχης ο Αχιλλέας, ο Έκτορας δεν επιχειρούσε τίποτα τολμηρό μακριά απ’ τα τείχη και μία φορά που το έκανε, σώθηκε μόλις και μετά βίας.
Ο Αχιλλέας αρνείται τη βοήθειά του με τόση επιμονή, ακριβώς γιατί γνωρίζει ότι οι Αχαιοί την έχουν απόλυτη ανάγκη. Η άρνηση του Αχιλλέα ολοκληρώνεται με την απειλή του ότι θα αποχωρήσει με τα καράβια του και τα λάφυρά του για τη Φθία (χωρίς τη Βρισηίδα : δεν παραλείπει να επαναλαμβάνει διαρκώς την προσβολή του Αγαμέμνονα ως δικαιολογία για τις δικές του κινήσεις). Ζητά από την πρεσβεία να ανακοινώσει δημόσια την απάντησή του, έτσι ώστε να αγανακτήσουν οι Αχαιοί και ο ίδιος ο Αγαμέμνονας να μην επιχειρήσει ξανά να εξαπατήσει κανέναν. Η αναφορά στους Αχαιούς υποδηλώνει την πικρία του Αχιλλέα για τους συμπολεμιστές του, που δεν τον στήριξαν, όταν έπρεπε. Ανακοινώνει, επίσης, οριστικά τη διακοπή των σχέσεών του με τον Αγαμέμνονα χρησιμοποιώντας τρία ρήματα με το ίδιο περιεχόμενο : απάτησε, αδίκησε, δολώνει. Ο Αχιλλέας μιλάει για εξαπάτηση που την αποδίδει στο «νουν που του αφαίρεσεν ο πάνσοφος Κρονίδης», δηλ. σε τύφλωση, άρα σε άτη. Γι’ αυτό του αξίζει – όπως λέει - ο όλεθρος, ως τιμωρία για την υβριστική του συμπεριφορά. Είναι, επομένως, λογικό να απορρίπτει και τα δώρα του Αγαμέμνονα ως μικρής αξίας, ακόμη κι αν του δοθούν τόσα όση είναι η σκόνη της γης ή η άμμος της θαλάσσης. Αποκηρύσσει, λοιπόν, κάθε υλική αμοιβή, ακόμη και την προσφορά της όμορφης νύφης, αφού μπορεί να έχει όποια θέλει και μάλιστα στην πατρίδα του. Αφήνει να διαφανεί μια μικρή ελπίδα υποχώρησης, εάν ο Αγαμέμνονας «πληρώσει ολόκληρον το μέγ’ αδίκημά του», εάν δηλ. ταπεινωθεί ολοκληρωτικά. Τέλος, ο Αχιλλέας αναφέρεται στην προφητεία της μητέρας του : εάν μείνει και πολεμήσει, θα πεθάνει, αλλά θα εξασφαλίσει τη δόξα. Αν πάλι προτιμήσει να απέχει από τον πόλεμο, θα κερδίσει τη ζωή, αλλά θα χάσει τη δόξα. Όμως η ζωή είναι πολυτιμότερη από κάθε υλικό αγαθό, επομένως είναι ξεκάθαρη η επιλογή του ήρωα. Και μάλιστα προτρέπει και τους υπόλοιπους Αχαιούς να κάνουν το ίδιο, όμως ταυτόχρονα τους προτείνει να σκεφθούν έναν άλλον τρόπο σωτηρίας,  μια και ο ίδιος έχει απορρίψει την πρότασή τους. Κλείνει το λόγο του προτείνοντας στο Φοίνικα να αναχωρήσει μαζί του.
Τι παρατηρούμε στο λόγο του Αχιλλέα; Αν και εκτενής, δεν στηρίζεται σε πλούσια επιχειρηματολογία και παρουσιάζει μια αστάθεια τόσο ως προς τη δομή όσο και ως προς το περιεχόμενο. Η αστάθεια αυτή πρέπει να αποδοθεί στην ψυχολογική κατάσταση του Αχιλλέα. Ενδεικτικά μπορούμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα σημεία ως απόδειξη της ψυχικής αναστάτωσής του : 1) χρησιμοποιεί αρκετές υπερβολές (στ. 312, 379-385, 389-390), 2) εναλλάσσει διαρκώς τις προσωπικές του εμπειρίες με γενικότερες διαπιστώσεις, δηλ. ξεκινάει με προσωπικά δεδομένα για να διατυπώσει κρίσεις καθολικού κύρους (στ. 318-320, 341-342, 408-409), 3) διατυπώνει πλήθος ρητορικών ερωτήσεων (στ. 321-322, 337-340, 420), 4) έχει έντονα ειρωνικό ύφος (στ. 340, 348-349, 391-392), 5) ο λόγος διακρίνεται από λογικά χάσματα (έλλειψη αλληλουχίας νοημάτων στους στ. 374-375, 386-387, 417-419, 422-423) και 6) αποκορύφωμα είναι η τελική επιλογή του Αχιλλέα που συνοψίζεται στην απάρνηση του ηρωικού ιδεώδους από το ίδιο πρόσωπο που ταυτίζεται με το ηρωικό ιδεώδες. Η επιλογή αυτή δεν αποτελεί προδοσία εκ μέρους του Αχιλλέα, αν σκεφτούμε το μέγεθος της πίκρας και της απογοήτευσής του για όσα έχουν προηγηθεί. Εξάλλου, πολύ σύντομα ο ήρωας θα αποδείξει την πίστη του στο ηρωικό ιδεώδες με τη θυσία της πολύτιμης ζωής του προς εκδίκηση του θανάτου του Πάτροκλου. Σίγουρο είναι πάντως ότι μέσα από την όλη στάση του ο Αχιλλέας εξελίσσεται σε τραγικό ήρωα, του οποίου η μοίρα είναι πια αποφασισμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου