Αντόν Τσέχωφ, «Βάνκας» (19ος αιώνας)
ΔΟΜΗ – ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
1η ενότητα: Η μοναξιά του Βάνκα στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν και η απόφασή του να γράψει γράμμα στον παππού του («Ο Βάνκας Ζούκοφ... μονάχα εσύ μου απόμεινες.»)
2η ενότητα: Ο Βάνκας αναπολεί την ξένοιαστη ζωή στο χωριό του με τον παππού στο παρελθόν («Ο Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι... τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές.»)
3η ενότητα: Η σκληρή ζωή του Βάνκα στη Μόσχα στο σπίτι του αφεντικού του και η παράκληση στον παππού του να τον πάρει από κει («Ο Βάνκας αναστέναξε... Ο εγγονός σου Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένες μου παππού, έλα.» )
4η ενότητα: Ο Βάνκας στέλνει γράμμα στον παππού του, που δε θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του («Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα. ... κουνώντας την ουρά του.»
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ – ΙΔΕΕΣ - ΘΕΜΑΤΑ
Στο διήγημα αυτό ο Τσέχωφ με ρεαλισμό και ευαισθησία επικεντρώνεται στο θέμα της παιδικής βιοπάλης. Επιπλέον, ένα άλλο θέμα του διηγήματος είναι η αντίθεση ανάμεσα στο σκληρό-δυστυχισμένο παρόν και στο ευτυχισμένο παρελθόν.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Βάνκας, ένα μικρό και αθώο παιδί που πέφτει θύμα κακομεταχείρισης και εκμετάλλευσης από το σκληρό αφεντικό του. Παραμονή Χριστουγέννων ο μικρός Βάνκας, νιώθοντας θλίψη και μοναξιά στο σπίτι του αφεντικού του στη Μόσχα, αναπολεί τις ευτυχισμένες μέρες που έζησε με τον παππού του στο χωριό.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Συναισθήματα του Βάνκα για τον παππού:
- αγάπη, αφοσίωση, εμπιστοσύνη, τρυφερότητα, αδυναμία
- νοσταλγία για τις στιγμές του, πολλές καλές αναμνήσεις
- θεωρεί τον παππού ως τη μόνη ελπίδα σωτηρίας
Συναισθήματα Βάνκα
- πίκρα, απογοήτευση, απελπισία, παράπονο
- μοναξιά, εγκατάλειψη, νιώθει απροστάτευτος
- αίσθημα αδικίας, εκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης από τους άλλους, γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και γελοιοποίησης από το αφεντικό του
- μικρός βιοπαλαιστής, έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
- Ο «Βάνκας είναι ένα Ρεαλιστικό διήγημα που απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα. Δεν εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί τις διάφορες καταστάσεις, αλλά τις παρουσιάζει δύσκολες και άσχημες όπως πραγματικά είναι.
- Χρόνος
Το διήγημα εξελίσσεται σε δύο χρόνους, δηλαδή στο παρόν στο καλφάδικο του Αλιάχιν στη Μόσχα και στο παρελθόν στο σπίτι του παππού στο χωριό.
Παρόν: Η νύχτα των Χριστουγέννων: το παιδί αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον παππού του. Η επιλογή της συγκεκριμένης νύχτας τονίζει την αντίθεση (Χριστούγεννα = οικογενειακή γιορτή αγάπης/ ο Βάνκας είναι ορφανός, μόνος και δυστυχισμένος).
Παρελθόν: Ζωντανεύει μέσα από δύο τεχνάσματα α) το γράμμα που γράφει στον παππού και β) το παράθυρο του δωματίου, όπου ‘ζωντανεύει’ η μορφή του παππού.
Το παρελθόν και το παρόν συγχέονται στο μυαλό του Βάνκα, όπως σε όνειρο
- Αφηγητής – αφήγηση (Ι)
α) πρωτοπρόσωπος αφηγητής (το γράμμα του Βάνκα) ή πρωτοπρόσωπη αφήγηση
- είναι αφήγηση ‘υποκειμενική’, δηλαδή μια αφήγηση που δίνεται μέσα από την προσωπική ματιά ενός ήρωα
- αποτελεί εμπειρία από πρώτο χέρι (ή αυθεντική μαρτυρία) και επομένως χαρακτηρίζεται από το εμπειρικό και βιωματικό στοιχείο
- έχει ζωντάνια, παραστατικότητα
β) τριτοπρόσωπος αφηγητής ή τριτοπρόσωπη αφήγηση:
- είναι μια πιο ‘αντικειμενική’ αφήγηση
- Πρόκειται για μια πανοραμική ή παντογνωστική ματιά στα πρόσωπα και τα πράγματα, δηλαδή δίνει όχι μόνο αυτά που συμβαίνουν στην εξωτερική πραγματικότητα και τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, αλλά και τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του.
- είναι αφήγηση από απόσταση
- Αφηγητής – αφήγηση (ΙΙ)
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο ακόμη κατηγορίες στην αφήγηση:
(i) συγχρονική αφήγηση: αφήγηση των γεγονότων του αφηγηματικού παρόντος.
(ii) αναδρομική αφήγηση: αφήγηση των γεγονότων του παρελθόντος
- Τραγική ειρωνεία (ο αναγνώστης-ακροατής ξέρει, ενώ ο ήρωας δεν ξέρει)
- Συγκερασμός (= συνδυασμός) κωμικού και τραγικού στοιχείου:
δίνει ανάλαφρο τόνο στο κείμενο που ξεκουράζει τον αναγνώστη
ταυτόχρονα εντείνει την τραγικότητα
Γλώσσα – ύφος
Γλώσσα: απλή, καθημερινή, περιγραφική
Ύφος: άμεσο, απλό. Έχει μια ηθελημένη πεζότητα όταν περιγράφει τη ζωή στη Μόσχα, ενώ γίνεται λυρικό, νοσταλγικό, γεμάτο ένταση όταν περιγράφει τη ζωή στο χωριό.
Σχήματα λόγου
Μεταφορές: «δέντρα σημωμένα», «ουρανός σπαρμένος με αστέρια», «γλυκιές ελπίδες», «τα έλατα κουκουλωμένα καρτερούσαν ακίνητα» κλπ.
Σχήμα κύκλου: «Έλα γρήγορα αγαπημένε μου παππού... έλα.» (σ. 193)
Ο Βάνκας, Άντον Τσέχωφ, (1896) - Ο Κωνσταντής, Λίτσας Ψαραύτη, (1999)
Συγκλίσεις:
• χωρίς την προστασία των γονιών (ο Βάνκας ορφανός, οι γονείς του
Κωνσταντή απελάθηκαν),
• στερούνται τα βασικά (π.χ. επαρκή τροφή, ξεκούραση) αλλά και απλές
μικροχαρές της ηλικίας (παιχνίδια, δώρα…),
• είναι αντιμέτωπα με σκληρή εργασία (σωματική κούραση) και την
ανελέητη αντιμετώπιση από τους ανθρώπους (ψυχική κούραση).
• παρουσιάζονται την παραμονή μιας μεγάλης χριστιανικής γιορτής, ο
Κωνσταντής του Πάσχα και ο Βάνκας των Χριστουγέννων. Ο
εορταστικός χαρακτήρας των ημερών αποκαλύπτει ακόμα πιο έντονα την
αποκρουστική πραγματικότητα.
• ηλικιωμένα πρόσωπα, ο παππούς Κωσταντής Μακάριτς και η κυρία
Δέσποινα, γιαγιά και η ίδια, παρουσιάζονται δυνητικά ως λυτρωτές γιατί
στη συνείδησή μας η τρίτη ηλικία διακρίνεται για την τρυφερότητα και
την ευσπλαχνία της.
Αποκλίσεις:
• Ο Βάνκας είναι εσωτερικός μετανάστης (από το χωριό στην πόλη),
στάλθηκε να θητεύσει στο τσαγκαράδικο στη Μόσχα στα τέλη του 19ου
αι. για να μάθει την τέχνη, αλλά κατέληξε θύμα εκμετάλλευσης από τ’
αφεντικά. ενώ ο Κωνσταντής: αλλοεθνής μετανάστης, παιδί άλλης
εθνικότητας, αναζήτησε με τους γονείς του μια καλύτερη ζωή στην
Ελλάδα για να καταλήξει μόνος να παλεύει να επιβιώσει.
• Αν και ο Βάνκας παίρνει την πρωτοβουλία να βοηθήσει τον εαυτό του
γράφοντας το γράμμα, δεν πρόκειται να βρει τη λύτρωση ενώ η
φιλάνθρωπη στάση της κυρά Δέσποινας υποθέτουμε ότι θα είναι οριστικά
λυτρωτική για τον Κωνσταντή.Η παρέμβασή της ωστόσο είναι
συμπτωματική δεν την επιδίωξε ο μικρός Κωνσταντής.
• Τα περιστατικά του Βάνκα διαδραματίζονται στην τσαρική Ρωσία στα
τέλη του 19ου αι., χώρα στην οποία εκατομμύρια ανθρώπων ζούσαν σε
άθλιες συνθήκες, ενώ του Κωνσταντή σε μια αναπτυγμένη ευρωπαϊκή
χώρα, την Ελλάδα του 1999.
• Στον Κωνσταντή θίγεται ακόμα ένα θέμα, αυτό της μοναξιάς στη
σύγχρονη μεγαλούπολη, μέσα από την παρουσία της κυρίας Δέσποινας.
• Μέσα στο διήγημα του Τσέχωφ, η σκληρή ζωή του Βάνκα στη Μόσχα
αντιπαραβάλλεται με την ειδυλλιακή ζωή στο χωριό ενώ δε μαθαίνουμε
τίποτα για τη ζωή του Κωνσταντή στη χώρα του.
• Στον Κωνσταντή, γίνεται αναφορά στον Αντωνάκη, εγγονό της κυρά
Δέσποινας που η προνομιούχα ζωή του υπογραμμίζει περισσότερο την
αθλιότητα της ζωής του Κωνσταντή.
Προφανώς ο Κωνσταντής έχει πάρει πικρά μαθήματα από τη μαθητεία του στο
δρόμο. Οι άνθρωποι που εκμεταλλεύονται αυτά τα παιδιά, για να κερδίσουν την
εμπιστοσύνη τους υποκρίνονται τους φιλάνθρωπους που θέλουν να τα βοηθήσουν
μέχρι να τα θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους. Έπειτα αποκαλύπτουν το πραγματικό
τους πρόσωπο. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Κωνσταντής είναι καχύποπτος. Ο Βάνκας
από την άλλη βιώνει κι αυτός την αναίτια σκληρότητα τόσων ανθρώπων γύρω του. Ο
ίδιος όμως, έχει γνωρίσει και την άλλη πλευρά του ανθρώπου που είναι πραγματικά
ανθρώπινη και αλληλέγγυα, στο πρόσωπο ανθρώπων του χωριού του όπως π.χ. η
Όλγα Ιγκνάτιεβα. Έτσι δε φαίνεται καχύποπτος αλλά κυρίως πικραμένος.
Και τα δύο παιδιά ανάγονται σε σύμβολα της παιδικής εκμετάλλευσης άλλοτε και
τώρα. Ο Βάνκας αντιπροσωπεύει εκατομμύρια παιδιά της εποχής του, παιδιά από μη
προνομιούχες τάξεις που δε γνώρισαν ποτέ την ξεγνοιασιά και την ανεμελιά της
παιδικής ηλικίας. Αντίθετα γνώρισαν όλη την έχθρα και τη βαναυσότητα του κόσμου
των μεγάλων που τα μεταχειρίστηκε σαν δούλους απαιτώντας απ’ αυτά τα πάντα και
στερώντας τους τα πάντα. Ο Κωνσταντής από την άλλη, αντιπροσωπεύει κι αυτός
δυστυχώς εκατομμύρια παιδιά της σύγχρονής μας εποχής. Όχι μόνο είναι ένα παιδί που διακινδυνεύει δουλεύοντας στο δρόμο, αλλά είναι και μετανάστης δηλαδή ξένης
εθνικότητας γεγονός που προκαλεί ακόμα πιο έντονα αισθήματα εχθρότητας και
προκατάληψης εναντίον του.
Στο Βάνκα χρησιμοποιείται η περιγραφή και ο μονόλογος. Κομβική θέση έχει η
συγγραφή του γράμματος που δίνει ώθηση στην εξέλιξη της πλοκής. Συχνά
εκφραστικά μέσα είναι οι: μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις,
επαναλήψεις κ.τ.λ. Το ύφος είναι λιτό και φυσικό, νοσταλγικό όπου υπάρχει
αναπόληση, αλλά και μελαγχολικό σε πολλά σημεία.
Στον Κωνσταντή έχουμε αφήγηση, περιγραφή και διάλογο. Εκφραστικά μέσα
που χρησιμοποιούνται είναι κι εδώ οι μεταφορές και οι προσωποποιήσεις, αλλά
και η ειρωνεία, η υπερβολή, η αποσιώπηση και το ασύνδετο. Το ύφος είναι άμεσο
και απλό.
Αναμένουμε να καταθέσουν την απογοήτευσή τους για τη ματαιότητα της πράξης
του Βάνκα να στείλει το γράμμα αφού αυτό δε θα φτάσει ποτέ, ενώ θα νιώσουν
ικανοποίηση για τη λύτρωση του Κωνσταντή. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι το
πρόβλημα είναι τέτοιων διαστάσεων που δεν είναι αρκετή η φιλανθρωπία
μεμονωμένων προσώπων για να αντιμετωπιστεί. Απαιτείται η δραστηριοποίηση
των κοινωνιών που το αντιμετωπίζουν και κυρίως εκείνων που έχουν μεγάλο
αριθμό μεταναστών.
Προφανώς δεν είχαν στόχο να ψυχαγωγήσουν - γιατί θα επέλεγαν ένα θέμα πιο
ανώδυνο – αλλά να καταγγείλουν το φαινόμενο της παιδικής εργασίας και να
ευαισθητοποιήσουν τους αναγνώστες τους σχετικά με τα θύματά του.
Οι ομοιότητες μπορούν να αποδοθούν στον κοινό προβληματισμό των δύο
συγγραφέων. Εντόπισαν το ίδιο κοινωνικό πρόβλημα -καθένας στην εποχή του-
και αποφάσισαν να «χρησιμοποιήσουν» τη λογοτεχνία για να το καταγγείλουν.
Οι διαφορές πάλι υπαγορεύονται από τη διαφορετική εποχή στην οποία ζουν οι
δύο λογοτέχνες, αλλά και από τη διαφορετική λογοτεχνική τους υπόσταση.
Παράλληλα κείμενα
Αναφορά της επιτροπής ορυχείων του λόρδου Άσλεϋ, 1842
Δουλεύω στις θύρες εξαερισμού του ορυχείου Γκάουμπερ. Δεν κουράζομαι πολύ, αλλά πρέπει να δουλεύω τη νύχτα κι αυτό με φοβίζει. Πηγαίνω στο ορυχείο γύρω στις
τέσσερις η ώρα, μερικές φορές κατά τις τρεισήμισι το πρωί και φεύγω στις πεντέμισι το απόγευμα. Όταν έχει φως τραγουδάω· ποτέ όμως μέσα στο σκοτάδι· τότε δεν τολμώ να τραγουδήσω. Δεν αγαπώ τις γαλαρίες...
Σάρα Γκούντερ, 8 ετών
Δουλεύω πέντε χρόνια συνέχεια στο βάθος της γαλαρίας. Ο πατέρας δουλεύει στη γαλαρία δίπλα μου. Έχω δώδεκα αδελφούς και αδελφές. Ο ένας απ’ αυτούς ξέρει να
μετράει, ένας άλλος διαβάζει· τίποτε άλλο δεν ξέρει, ούτε να γράψει. Κατεβαίνω στη
γαλαρία στις επτά το πρωί και βγαίνω κατά τις έξι το απόγευμα, μερικές φορές κατά τις επτά. Δουλεύω πάντα χωρίς κάλτσες, χωρίς παπούτσια, χωρίς φόρμα· μόνο το μισοφόρι μου φοράω. Δουλεύω μαζί με τους άντρες. Εκείνοι είναι ολόγυμνοι. Στην αρχή φοβόμουνα πολύ και δε μου άρεσε αυτό, τώρα συνήθισα και δε με νοιάζει. Μου
φέρονται όμως καλά. Δε ξέρω να γράφω ούτε να διαβάζω.
Μαίρη Μπάρετ, 14 ετών
Μαξίμ Γκόρκι, Τα παιδικά μου χρόνια
Κι εγώ άρχισα να βγάζω λεφτά. Τις γιορτές σηκωνόμουνα πρωί-πρωί, έπαιρνα το σακί κι έπαιρνα σβάρνα τα σπίτια και τους δρόμους και μάζευα κόκαλα, κουρέλια, χαρτιά και καρφιά. Οι παλιατζήδες πλήρωναν για ένα πούτι κουρέλια είκοσι καπίκια, το ίδιο και για τα σιδερικά. Για ένα πούτι κόκαλα δέκα με οχτώ καπίκια. Τη δουλειά αυτή την έκανα και τις καθημερινές, μετά το σχολειό, και πουλούσα το εμπόρευμά μου, τα Σάββατα, για τριάντα περίπου καπίκια, για πενήντα και, κάποτε, περισσότερο αν είχα τύχη. Η γιαγιά έπαιρνε τα λεφτά μου, τα έχωνε βιαστικά στην τσέπη της φούστα της και με παινούσε με χαμηλωμένα μάτια.
- Σ’ ευχαριστώ, πουλάκι μου! Εμείς οι δυο δε θα μείνουμε νηστικοί! Μεγάλη δουλειά!
Άντον Τσέχωφ, Η νύστα
Νύχτα. Η Βάρια, μια υπηρετριούλα δεκατριών χρονώ κουνάει το μωρό και μουρμουρίζει με μισοσβημένη φωνή:
- Νάνι νάνι το παιδάκι
Θα του πω ένα τραγουδάκι...
- Βάρια! Άναψε το τζάκι! Ακούγεται η φωνή του αφεντικού πίσω από την πόρτα.
Είναι ώρα να σηκωθεί και να αρχίσει τη δουλειά του. Η Βάρια αφήνει την κούνια και
τρέχει στην αποθήκη για ξύλα. Είναι πολύ ευχαριστημένη. Όταν περπατάει και τρέχει
νυστάζει λιγότερο παρά όταν είναι καθισμένη. Γυρίζει με τα ξύλα και ανάβει το τζάκι. Νιώθει να ζωντανεύει το νυσταγμένο της πρόσωπο και το μυαλό της να ξαστερώνει.
- Βάρια! Βάλε το σαμοβάρι! Φωνάζει η κυρά.
Κόβει τα ξύλα μα δεν προφταίνει να τα ανάψει και ακούει καινούργια διαταγή:
- Βάρια, σκούπισε τις γαλότσες του αφεντικού!
Κάθεται κατάχαμα, παστρεύει τις γαλότσες και σκέφτεται τι όμορφα θα ήταν να
τρυπώσει το κεφάλι της σ’ αυτή τη μεγάλη και βαθιά γαλότσα και να κοιμηθεί λιγάκι.
Και ξαφνικά η γαλότσα μεγαλώνει, φουσκώνει, γεμίζει ολάκερη την κάμαρα. Της
ξεφεύγει η βούρτσα από τα χέρια , μα η Βάρια τινάζει το κεφάλι, γουρλώνει τα μάτια και προσπαθεί να κοιτάζει έτσι που να μη μεγαλώνουν τα πράματα ούτε να χορεύουν στα μάτια της.
- Βάρια! Πλύνε τη σκάλα! Θα ντροπιαστούμε στους πελάτες...
Πλένει τη σκάλα, σκουπίζει τις κάμαρες ανάβει και το άλλο τζάκι. Έπειτα αρχίζει το
πηγαινέλα στο μαγαζί. Έχει πολλή δουλειά, δεν έχει ούτε στιγμή ελεύθερη...
ΟΜΑΔΑ Β΄
Κωστής Χριστοδούλου, Πεκίνο, Οι οκτώ πληγές του 2008, άρθρο στον περιοδικό
τύπο
Η έκθεση «Κανένα Μετάλλιο για τους Ολυμπιακούς» ήταν κατηγορηματική. Σύμφωνα με την έρευνα της Playfair Alliance, στην οποία μετέχουν εργατικά συνδικάτα από όλο τον κόσμο, για την κατασκευή Ολυμπιακών προϊόντων για τους Αγώνες του Πεκίνου στις συμβεβλημένες βιοτεχνίες εργάζονται παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών. [...]
Τα δύο παιδιά, επιστρέφοντας από διακοπές στο σπίτι τους στη Σαγκάη έπεσαν θύματα ληστείας στο τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού τους. Οι «καλοθελητές» που
προσφέρθηκαν να τους βοηθήσουν τους πρότειναν εργασία σε ένα πλινθοποιείο, το
οποίο όπως αποδείχθηκε κολαστήριο. Τους χρέωσαν από μία κούπα, την οποία αν
έχαναν θα έπρεπε να την πληρώσουν, καθώς και μία κουβέρτα έναντι 5 ευρώ. Θα έπρεπε να δουλεύουν συνεχώς μεταφέροντας καυτά τούβλα και η ανταμοιβή τους θα ήταν μόνο φαγητό και νερό.[...]
Τα παιδιά του δρόμου στην Ελλάδα
Έρευνα της ALKO για τη UNICEF
Σύνοψη - Συμπεράσματα
Σε 5.800 υπολογίζονται περίπου τα παιδιά στην Ελλάδα που ζουν και εργάζονται το
μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους στους δρόμους, τα λεγόμενα "παιδιά των
φαναριών". Τα παιδιά αυτά είναι από 2 έως 15 ετών, ελληνόπουλα και μετανάστες που αποφέρουν κατά τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις περίπου 1 δισεκατομμύριο
δραχμές το μήνα στους "εργοδότες" τους.[…]
Κυριότερα ευρήματα της έρευνας: από τα 955 παιδιά ηλικίας 2-15 ετών στα οποία
διενεργήθη η έρευνα, το 61% είναι αγόρια, το 10% περίπου ηλικίας έως 5 ετών, 44,1% του συνόλου είναι έλληνες πολίτες, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά είναι μετανάστες και πρόσφυγες στη χώρα μας.
Ειδικότερα, το 23,6% του συνόλου είναι έλληνες τσιγγάνοι, το 11,4% έλληνες μουσουλμάνοι, το 28,1% είναι αλβανικής καταγωγής, 6,3% Ιρακινοί, 6,0% Σέρβοι, 5,4% Πακιστανοί, 3,4% Κούρδοι και διάφορες άλλες εθνικότητες. 40,4% των παιδιών είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, 33,4% Μουσουλμάνοι, ενώ το 13,8% δήλωσε πως δεν ξέρει το θρήσκευμά του. Τα παιδιά αυτά δραστηριοποιούνται σε όλο το Λεκανοπέδιο, κατοικούν σε υπόγεια, ισόγεια, σκηνές, πρόχειρους καταυλισμούς, ακόμα και σε βαγόνια, εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα κ.λ.π. ενώ το 2% δηλώνουν άστεγα.
Τα παιδιά δεν δραστηριοποιούνται στις περιοχές που κατοικούν, πράγμα που σημαίνει ότι καθημερινά μετακινούνται προς τις περιοχές που τα συναντάμε. Ελάχιστα (20%) πηγαίνουν σχολείο, ένα σημαντικό μέρος αυτών βρίσκεται στην Ελλάδα χωρίς τους γονείς του, δηλώνουν άγνοια για το αν η εγκατάστασή τους είναι μόνιμη ή προσωρινή στη χώρα μας. Πολλά παιδιά δηλώνουν ότι "εργοδότης" τους δεν είναι κάποιος από τους γονείς του, τους επιβάλλονται τιμωρίες αν δεν θελήσουν να πάνε για δουλειά ή κάνουν μικρή είσπραξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά παιδιά δήλωσαν σαν τιμωρίες, εκτός από το ξύλο, το γεγονός ότι δεν τους δίνουν φαγητό να φάνε ή ότι τα απειλούν να τα διώξουν από το μέρος που διαμένουν.
Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών αυτών δηλώνει ότι βρίσκονται στους δρόμους κι "εργάζονται" όλη σχεδόν την ημέρα, αρκετά από αυτά, εργάζονται και τη νύχτα και εκτός μικρών εξαιρέσεων έχουν περιορισμένες φιλοδοξίες κι όνειρα για το μέλλον τους που προκύπτουν από το αίσθημα ανασφάλειας και φόβου που νιώθουν, καθώς και την αίσθηση σε μεγάλο μέρος αυτών ότι βρίσκονται προσωρινά στην Ελλάδα.
Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η μέση ημερήσια είσπραξη κάθε παιδιού ανέρχεται σε 7 έως 8.000 δρχ., το 20% των παιδιών μιλά πολύ λίγο ή καθόλου την ελληνική γλώσσα, ένα 20% θέλει αλλά δεν μπορεί να πάει σχολείο, ένα μικρό ποσοστό θέλει να σπουδάσει ενώ ένας αριθμός παιδιών στην ερώτηση "τι θα κάνεις όταν μεγαλώσεις" απάντησε: θέλω να έχω φαγητό να τρώω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου